συμφυΐα: Difference between revisions
Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] ἡ, = [[σύμφυσις]]; Plut. Arat. 24; Philo u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] ἡ, = [[σύμφυσις]]; Plut. Arat. 24; Philo u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[συμφυή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμφυΐα''': ἡ, = [[σύμφυσις]], Πλούτ. 2. 1080F, 1112A. Σέξτ. Ἐμπ., κλπ. | |lstext='''συμφυΐα''': ἡ, = [[σύμφυσις]], Πλούτ. 2. 1080F, 1112A. Σέξτ. Ἐμπ., κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:14, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, = σύμφυσις, Ph.2.319, Plu.2.1080f, 1112a, S.E.M.7.129, etc.
German (Pape)
[Seite 993] ἡ, = σύμφυσις; Plut. Arat. 24; Philo u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. συμφυή.
Greek (Liddell-Scott)
συμφυΐα: ἡ, = σύμφυσις, Πλούτ. 2. 1080F, 1112A. Σέξτ. Ἐμπ., κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συμφυής
1. η ιδιότητα του συμφυούς
2. (ιδίως για την Αγία Τριάδα) συνένωση, σύμφυση
νεοελλ.
(μεταλργ.) φαινόμενο που παρατηρείται στους χάλυβες και κατά το οποίο ο συνήθης περλίτης, εμφανιζόμενος σε μεταλλικά πλακίδια, μεταβάλλεται σε κοκκώδη με σαφώς χωρισμένα τα συστατικά του ύστερα από παρατεταμένες ανοπτήσεις σε θερμοκρασία κατώτερη από εκείνην του σχηματισμού του
μσν.-αρχ.
1. αρμονία, συμφωνία («τίς ἡ κοινωνία τούτων πρὸς ἄλληλα καὶ συμφυΐα καὶ σύμπνοια;», Γρηγ. Ναζ.)
2. σύμπνοια, ομοφωνία
3. συνάφεια, σύνδεση
4. ταυτότητα.
Russian (Dvoretsky)
συμφυΐα: ἡ сращение, сращенность Plut., Sext.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμφυΐα -ας, ἡ [συμφυής] natuurlijke verbintenis met, het van nature verbonden zijn aan, met πρός + acc.