συνηρετέω: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=sunhrete/w | |Beta Code=sunhrete/w | ||
|Definition=[[work with]], [[assist]], [[befriend]], τινι <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>1329</span> (as Lob. from Hsch. (ξυνηρετίσεις· συνήσεις, συζυγήσεις) for [[συνηρετμεῖν]]) <b class="b3"> ἆρ' ὄλβος αὐτοῖς . . ξυνηρετεῖ</b>; <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>776</span> (prob. cj. for [[συνηρεφεῖ]] codd. Stob.); <b class="b3">ξ. τύχαις</b> [[adapt oneself]] to... ib.282.7 (but [[κἀξυπηρετεῖν]] (codd. Gal.) may be right). | |Definition=[[work with]], [[assist]], [[befriend]], τινι <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>1329</span> (as Lob. from Hsch. (ξυνηρετίσεις· συνήσεις, συζυγήσεις) for [[συνηρετμεῖν]]) <b class="b3"> ἆρ' ὄλβος αὐτοῖς . . ξυνηρετεῖ</b>; <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>776</span> (prob. cj. for [[συνηρεφεῖ]] codd. Stob.); <b class="b3">ξ. τύχαις</b> [[adapt oneself]] to... ib.282.7 (but [[κἀξυπηρετεῖν]] (codd. Gal.) may be right). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[συνηρετμέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνηρετέω''': συμπράττω, συνεργῶ, συμβοηθῶ, τινι Σοφ. Αἴ. 1329 (ὡς ὁ Λοβέκ. ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (ἐν λέξ. συνηροτήσεις) ἀντὶ ξυνηρεμεῖν)· ἆρ’ ὅλβος αὐτοῖς... ξυνηρετεῖ; Εὐρ. Ἀποσπ. 773 (ὡς ὁ Dobree ἀντὶ συνηρεφεῖ)· ― ξυνηρέτης, ου, ὁ, «[[σύμφωνος]]· ὡς ὁ [[ἐναντίος]], [[ἀντηρέτης]]» Φώτ. | |lstext='''συνηρετέω''': συμπράττω, συνεργῶ, συμβοηθῶ, τινι Σοφ. Αἴ. 1329 (ὡς ὁ Λοβέκ. ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (ἐν λέξ. συνηροτήσεις) ἀντὶ ξυνηρεμεῖν)· ἆρ’ ὅλβος αὐτοῖς... ξυνηρετεῖ; Εὐρ. Ἀποσπ. 773 (ὡς ὁ Dobree ἀντὶ συνηρεφεῖ)· ― ξυνηρέτης, ου, ὁ, «[[σύμφωνος]]· ὡς ὁ [[ἐναντίος]], [[ἀντηρέτης]]» Φώτ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:49, 2 October 2022
English (LSJ)
work with, assist, befriend, τινι S.Aj.1329 (as Lob. from Hsch. (ξυνηρετίσεις· συνήσεις, συζυγήσεις) for συνηρετμεῖν) ἆρ' ὄλβος αὐτοῖς . . ξυνηρετεῖ; E.Fr.776 (prob. cj. for συνηρεφεῖ codd. Stob.); ξ. τύχαις adapt oneself to... ib.282.7 (but κἀξυπηρετεῖν (codd. Gal.) may be right).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. συνηρετμέω.
Greek (Liddell-Scott)
συνηρετέω: συμπράττω, συνεργῶ, συμβοηθῶ, τινι Σοφ. Αἴ. 1329 (ὡς ὁ Λοβέκ. ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (ἐν λέξ. συνηροτήσεις) ἀντὶ ξυνηρεμεῖν)· ἆρ’ ὅλβος αὐτοῖς... ξυνηρετεῖ; Εὐρ. Ἀποσπ. 773 (ὡς ὁ Dobree ἀντὶ συνηρεφεῖ)· ― ξυνηρέτης, ου, ὁ, «σύμφωνος· ὡς ὁ ἐναντίος, ἀντηρέτης» Φώτ.
Greek Monotonic
συνηρετέω: μέλ. -ήσω (ἐρέτης), κωπηλάτω από κοινού· γενικά, βοηθώ, συμβάλλω, συμπράττω, τινί, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
συνηρετέω: Soph. = συνηρετμέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνηρετέω, Att. ook ξυνηρετέω [σύν, ἐρέτης] mederoeier zijn, meeroeien; overdr. meewerken (met), helpen; met dat.
Middle Liddell
fut. ήσω ἐρέτης
to assist in rowing: generally, to assist, befriend, τινί Soph.