σχοινίς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1057.png Seite 1057]] ίδος, ἡ, bes. poet. fem. zu [[σχοίνινος]], von Binsen gemacht, Nic. Al. 546. ῖδος, ἡ, 1) ein aus Binsen geflochtenes Gefäß, Geräth, Durchschlag, Sieb u. dgl., auch ein Seil, Theocr. 23, 51. – 2) die Frucht des [[σχοῖνος]], Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1057.png Seite 1057]] ίδος, ἡ, bes. poet. fem. zu [[σχοίνινος]], von Binsen gemacht, Nic. Al. 546. ῖδος, ἡ, 1) ein aus Binsen geflochtenes Gefäß, Geräth, Durchschlag, Sieb u. dgl., auch ein Seil, Theocr. 23, 51. – 2) die Frucht des [[σχοῖνος]], Theophr.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σχοινίς''': -ίδος, ἡ, = [[σχοινίον]], Θεόκρ. 23. 51. 2) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2852, 55, περὶ ἀργυροῦ τινος ποτηρίου λέγεται, σχοινίδα ἔχειν, [[ὅπερ]] [[ἴσως]] σημαίνει ὅτι ἦτο κατασκευασμένον κατ’ ἀπομίμησιν καλαθίου ἐκ σχοίνων, ἴδε Böckh. II. ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Λυκόφρ. 832, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.
|elnltext=σχοινίς -ῖδος, ἡ [σχοῖνος] touw, koord. Theocr. Id. 23.51.
}}
{{elru
|elrutext='''σχοινίς:''' ῖδος ἡ веревка Theocr.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''σχοινίς:''' -ῖδος, ἡ, = [[σχοινίον]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''σχοινίς:''' -ῖδος, ἡ, = [[σχοινίον]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σχοινίς:''' ῖδος ἡ веревка Theocr.
|lstext='''σχοινίς''': -ίδος, ἡ, = [[σχοινίον]], Θεόκρ. 23. 51. 2) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2852, 55, περὶ ἀργυροῦ τινος ποτηρίου λέγεται, σχοινίδα ἔχειν, [[ὅπερ]] [[ἴσως]] σημαίνει ὅτι ἦτο κατασκευασμένον κατ’ ἀπομίμησιν καλαθίου ἐκ σχοίνων, ἴδε Böckh. II. ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Λυκόφρ. 832, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.
}}
{{elnl
|elnltext=σχοινίς -ῖδος, ἡ [σχοῖνος] touw, koord. Theocr. Id. 23.51.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σχοινίς]], ῖδος, = [[σχοινίον]], Theocr.]
|mdlsjtxt=[[σχοινίς]], ῖδος, = [[σχοινίον]], Theocr.]
}}
}}

Revision as of 22:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινίς Medium diacritics: σχοινίς Low diacritics: σχοινίς Capitals: ΣΧΟΙΝΙΣ
Transliteration A: schoinís Transliteration B: schoinis Transliteration C: schoinis Beta Code: sxoini/s

English (LSJ)

(Α), ῖδος, ἡ, A = σχοινίον, rope, cord, Theoc.23.51. 2 wall-decoration in form of a rope, Supp.Epigr.4.453.17 (Didyma, ii B.C.); similar decoration of a silver cup, OGI214.55 (ibid., iii B.C.). II v.l. for Σχοινῄς (q.v.), Lyc.832.
σχοιν-ίς (B), ίδος [ῐ], poet. fem. of σχοίνινος, σχοινίδι κύρτῃ Nic.Al.625.

German (Pape)

[Seite 1057] ίδος, ἡ, bes. poet. fem. zu σχοίνινος, von Binsen gemacht, Nic. Al. 546. ῖδος, ἡ, 1) ein aus Binsen geflochtenes Gefäß, Geräth, Durchschlag, Sieb u. dgl., auch ein Seil, Theocr. 23, 51. – 2) die Frucht des σχοῖνος, Theophr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχοινίς -ῖδος, ἡ [σχοῖνος] touw, koord. Theocr. Id. 23.51.

Russian (Dvoretsky)

σχοινίς: ῖδος ἡ веревка Theocr.

Greek Monolingual

(I)
-ίδος, ἡ, Α
1. το σχοινί
2. τοιχογραφία με παράσταση σχοίνων
3. αργυρό ποτήρι με σχήμα καλαθιού από σχοίνους
4. σχοινῄς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. σχιν-ίς)].
(II)
-ίδος, ἡ, Α
(ποιητ. μτγν. τ. θηλ.) βλ. σχοίνινος.

Greek Monotonic

σχοινίς: -ῖδος, ἡ, = σχοινίον, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινίς: -ίδος, ἡ, = σχοινίον, Θεόκρ. 23. 51. 2) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2852, 55, περὶ ἀργυροῦ τινος ποτηρίου λέγεται, σχοινίδα ἔχειν, ὅπερ ἴσως σημαίνει ὅτι ἦτο κατασκευασμένον κατ’ ἀπομίμησιν καλαθίου ἐκ σχοίνων, ἴδε Böckh. II. ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Λυκόφρ. 832, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.

Middle Liddell

σχοινίς, ῖδος, = σχοινίον, Theocr.]