φορύνω: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1301.png Seite 1301]] = [[φύρω]], eigtl. durcheinanderkneten, vom Brotteige, Hippocr.; dah. übh. vermischen, färben, gew. beflecken, besudeln, σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο Od. 22, 21; u. sp. D., λύθρῳ ἐφορύνετο [[γαῖα]] Qu. Sm. 2, 356; δάκρυσσι φορύνετο τεύχη 3, 604. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1301.png Seite 1301]] = [[φύρω]], eigtl. durcheinanderkneten, vom Brotteige, Hippocr.; dah. übh. vermischen, färben, gew. beflecken, besudeln, σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο Od. 22, 21; u. sp. D., λύθρῳ ἐφορύνετο [[γαῖα]] Qu. Sm. 2, 356; δάκρυσσι φορύνετο τεύχη 3, 604. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. Pass. impf.</i> ἐφορυνόμην;<br />mêler, faire un mélange.<br />'''Étymologie:''' cf. [[φύρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φορύνω''': [ῠ], ὡς τὸ [[μολύνω]], [[μολύνω]], κηλιδῶ, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. παρατ., σῖτός τε κρέα τ’ ὀπτὰ φορύνετο, «τουτέστιν ἐμολύνετο ἢ αἵματι ἢ ἄλλως κυλιόμενα εἰς τὴν γῆν» (Σχολ.), Ὀδ. Χ. 21· λύθρῳ ἐφορύνετο [[γαῖα]] Κόϊντ. Σμ. 2. 356, πρβλ. 3. 604. Πρβλ. [[φορύσσω]]. | |lstext='''φορύνω''': [ῠ], ὡς τὸ [[μολύνω]], [[μολύνω]], κηλιδῶ, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. παρατ., σῖτός τε κρέα τ’ ὀπτὰ φορύνετο, «τουτέστιν ἐμολύνετο ἢ αἵματι ἢ ἄλλως κυλιόμενα εἰς τὴν γῆν» (Σχολ.), Ὀδ. Χ. 21· λύθρῳ ἐφορύνετο [[γαῖα]] Κόϊντ. Σμ. 2. 356, πρβλ. 3. 604. Πρβλ. [[φορύσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 10:35, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], defile, spoil, only impf. Pass., σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο Od.22.21; λύθρῳ ἐφορύνετο γαῖα Q.S.2.356, cf. 3.604.
German (Pape)
[Seite 1301] = φύρω, eigtl. durcheinanderkneten, vom Brotteige, Hippocr.; dah. übh. vermischen, färben, gew. beflecken, besudeln, σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο Od. 22, 21; u. sp. D., λύθρῳ ἐφορύνετο γαῖα Qu. Sm. 2, 356; δάκρυσσι φορύνετο τεύχη 3, 604.
French (Bailly abrégé)
seul. Pass. impf. ἐφορυνόμην;
mêler, faire un mélange.
Étymologie: cf. φύρω.
Greek (Liddell-Scott)
φορύνω: [ῠ], ὡς τὸ μολύνω, μολύνω, κηλιδῶ, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. παρατ., σῖτός τε κρέα τ’ ὀπτὰ φορύνετο, «τουτέστιν ἐμολύνετο ἢ αἵματι ἢ ἄλλως κυλιόμενα εἰς τὴν γῆν» (Σχολ.), Ὀδ. Χ. 21· λύθρῳ ἐφορύνετο γαῖα Κόϊντ. Σμ. 2. 356, πρβλ. 3. 604. Πρβλ. φορύσσω.
English (Autenrieth)
(φύρω): only pass. ipf. φορύνετο, was defiled, Od. 22.21†.
Greek Monolingual
Α
παθ. φορύνομαι
λερώνομαι, κηλιδώνομαι («σῑτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φορύνω (< φορῠνjω] έχει σχηματιστεί από θ. φορῠ- με έρρινο ένθημα -ν- και ενεστ. επίθημα -jω (πρβλ. βαρύς: βαρύνω). Στο ίδιο θ., εξάλλου, ανάγεται τόσο το ρ. φορύσσω όσο και ο τ. φορυτός. Πρόκειται για ονοματ. θ. άγνωστης ετυμολ., με φωνηεντισμό όμοιο με τον φωνηεντισμό τών τ. γόνυ και δόρυ. Μη ικανοποιητικές θεωρούνται οι απόψεις ότι ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της μορφής bher-w- της ρίζας του τ. φρέαρ ή ότι έχει σχηματιστεί με ανομοίωση από θ. φυρυ- του φύρω, που ανάγεται επίσης στην ίδια ρίζα, ενώ η σύνδεση του με τα ρ. φέρω και φορῶ προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
Greek Monotonic
φορύνω: [ῡ], μόνο σε Παθ. παρατ., είμαι χαλασμένος, μολυσμένος, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
φορύνω: (ῡ) Hom. = φορύσσω.
Middle Liddell
φορύ¯νω, only in imperf. pass.]
to be spoiled, defiled, Od. [deriv. uncertain]