χαλκεοτευχής: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à l’armure d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[τεῦχος]].
|btext=ής, ές :<br />à l'armure d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[τεῦχος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:40, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεοτευχής Medium diacritics: χαλκεοτευχής Low diacritics: χαλκεοτευχής Capitals: ΧΑΛΚΕΟΤΕΥΧΗΣ
Transliteration A: chalkeoteuchḗs Transliteration B: chalkeoteuchēs Transliteration C: chalkeotefchis Beta Code: xalkeoteuxh/s

English (LSJ)

ές, armed in brass, E.Supp.999 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1330] in Erz gerüstet, Kapaneus, Eur. Suppl. 1024.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεοτευχής: -ές, ἔχων χαλκᾶ τεύχη, ὡπλισμένος δι’ ὅπλων χαλκῶν, Εὐρ. Ἱκ. 999, ἔνθα πλεῖστα Ἀντίγραφα χαλκοτευχὴς ἐναντίον τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à l'armure d'airain.
Étymologie: χαλκός, τεῦχος.

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ. χαλκοτευχής, -ές, Α
οπλισμένος με χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -τευχής (< τεῦχος «αντικείμενο, όπλο»), πρβλ. -τευχής, τοξο-τευχής].

Greek Monotonic

χαλκεοτευχής: -ές (τεῦχος), οπλισμένος με χάλκινα όπλα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεοτευχής: носящий медные доспехи (Καπανεύς Eur.).

Middle Liddell

χαλκεο-τευχής, ές τεῦχος
armed in brass, Eur.