διδακτικός: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=didaktiko/s | |Beta Code=didaktiko/s | ||
|Definition=ή, όν, [[apt at teaching]], <span class="bibl">Ph.2.412</span>, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Ti.</span>3.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Ti.</span>2.24</span>. | |Definition=ή, όν, [[apt at teaching]], <span class="bibl">Ph.2.412</span>, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Ti.</span>3.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Ti.</span>2.24</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[enseñado]], [[que nace de la enseñanza]], [[ἀρετή]] op. [[ἀσκητική]] Ph.1.524, 1.591, 2.412.<br /><b class="num">2</b> [[que puede ser enseñado]], [[enseñable]] σοφία Clem.Al.<i>Strom</i>.1.5.31, φαντασία Olymp.<i>in Phd</i>.46.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[capaz de enseñar]], [[didáctico]] de pers., frec. c. gen. ὁ φρόνιμος δ. ... τοῦ ἄφρονος S.E.<i>M</i>.11.245, 248, ὁ ἐπίσκοπος 1<i>Ep.Ti</i>.3.2, cf. 2<i>Ep.Ti</i>.2.24, Origenes <i>Cels</i>.3.48, Gr.Naz.M.35.477C, τὸ [[ἅγιον]] Πνεῦμα ... δ. ἁπάντων Basil.M.29.396A, de abstr. (ὅροι) διδακτικοὶ τούτων S.E.<i>P</i>.2.210, [[διδασκάλιον]] ... γνώσεως δ. Eus.<i>PE</i> 6.6.65, φύσις ... δ. τῶν κατορθουμένων Gr.Nyss.<i>Tres dei</i> 51.3, χάρις Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.227.9, ταῦτα op. [[ἀναγκαστικά]] Chrys.M.60.154.<br /><b class="num">2</b> [[indicador]] δάκτυλος δ. dedo índice</i>, <i>Gloss.Pap</i>. en <i>PRain</i>.18.256.304 (VI d.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[de manera didáctica]], [[magistralmente]] κηρυττέτω τὴν εὐαγγελικὴν ... πίστιν ... δ. Cyr.Al.M.75.1149B, δ. ... προφέρων τοὺς λόγους Origenes <i>Fr.in Ps</i>.97.5 (p.187). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />propre à instruire, didactique.<br />'''Étymologie:''' [[διδάσκω]]. | |btext=ή, όν :<br />propre à instruire, didactique.<br />'''Étymologie:''' [[διδάσκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 11:15, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, apt at teaching, Ph.2.412, 1 Ep.Ti.3.2, 2 Ep.Ti.2.24.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1enseñado, que nace de la enseñanza, ἀρετή op. ἀσκητική Ph.1.524, 1.591, 2.412.
2 que puede ser enseñado, enseñable σοφία Clem.Al.Strom.1.5.31, φαντασία Olymp.in Phd.46.
II 1capaz de enseñar, didáctico de pers., frec. c. gen. ὁ φρόνιμος δ. ... τοῦ ἄφρονος S.E.M.11.245, 248, ὁ ἐπίσκοπος 1Ep.Ti.3.2, cf. 2Ep.Ti.2.24, Origenes Cels.3.48, Gr.Naz.M.35.477C, τὸ ἅγιον Πνεῦμα ... δ. ἁπάντων Basil.M.29.396A, de abstr. (ὅροι) διδακτικοὶ τούτων S.E.P.2.210, διδασκάλιον ... γνώσεως δ. Eus.PE 6.6.65, φύσις ... δ. τῶν κατορθουμένων Gr.Nyss.Tres dei 51.3, χάρις Gr.Nyss.Hom.in Cant.227.9, ταῦτα op. ἀναγκαστικά Chrys.M.60.154.
2 indicador δάκτυλος δ. dedo índice, Gloss.Pap. en PRain.18.256.304 (VI d.C.).
III adv. -ῶς de manera didáctica, magistralmente κηρυττέτω τὴν εὐαγγελικὴν ... πίστιν ... δ. Cyr.Al.M.75.1149B, δ. ... προφέρων τοὺς λόγους Origenes Fr.in Ps.97.5 (p.187).
German (Pape)
[Seite 615] unterrichtend, belehrend, Philo., N. T.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδακτικός: -ή, -όν, ἱκανός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ διδάσκειν, Φίλων 2. 412, Κ. Δ. 1 Τιμ. 3. 2., 2 Τιμ. 2. 24.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à instruire, didactique.
Étymologie: διδάσκω.
English (Strong)
from διδακτός; instructive ("didactic"): apt to teach.
English (Thayer)
διδακτικη, διδακτικόν (equivalent to διδασκαλικός in Greek writings), apt and skillful in teaching: διδακτικη ἀρετή, the virtue which renders one teachable, docility, Philo, praem. et poen. § 4; (de congressu erud. § 7).)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α -ός, -ή, -όν) διδάσκω
αυτός που αναφέρεται στη διδασκαλία
νεοελλ.
1. αυτός που προορίζεται ή προσφέρεται για διδασκαλία («διδακτικά βιβλία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η διδακτική
αρχ.
ο ικανός να διδάσκει.
Greek Monotonic
δῐδακτικός: -ή, -όν (διδάσκω), ικανός, κατάλληλος προς διδασκαλία, εκπαιδευτικός, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
διδακτικός: поучающий NT.
Middle Liddell
δῐδακτικός, ή, όν adj διδάσκω
apt at teaching, NTest.
Chinese
原文音譯:didaktikÒj 笛打克提可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:(可)教(的)
字義溯源:教訓的,善於教導的,熟練教導的;源自(διδακτός)=所教訓的);而 (διδακτός)出自(διδάσκω)=教), (διδάσκω)出自(δαπάνη)Y*=學)
出現次數:總共(2);提前(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 善教導(1) 提後2:24;
2) 善於教導(1) 提前3:2