δρακόντειος: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=drako/nteios | |Beta Code=drako/nteios | ||
|Definition=ον, [[of a dragon]], κρημνοί <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1315</span>; νῶτα <span class="title">AP</span>12.257 (Mel.); δειραί <span class="title">APl.</span>4.90; πούς <span class="bibl">Luc.<span class="title">Philops.</span>4</span>. | |Definition=ον, [[of a dragon]], κρημνοί <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1315</span>; νῶτα <span class="title">AP</span>12.257 (Mel.); δειραί <span class="title">APl.</span>4.90; πούς <span class="bibl">Luc.<span class="title">Philops.</span>4</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de dragon;<br /><b>2</b> habité par des dragons.<br />'''Étymologie:''' [[δράκων]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρᾰκόντειος''': -ον, ἀνήκων εἰς δράκοντα, Εὐρ. Φοιν. 1325, Ἀνθ. Π. 12. 257, Πλαν. 4, 90. | |lstext='''δρᾰκόντειος''': -ον, ἀνήκων εἰς δράκοντα, Εὐρ. Φοιν. 1325, Ἀνθ. Π. 12. 257, Πλαν. 4, 90. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, of a dragon, κρημνοί E.Ph.1315; νῶτα AP12.257 (Mel.); δειραί APl.4.90; πούς Luc.Philops.4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 de dragon;
2 habité par des dragons.
Étymologie: δράκων.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκόντειος: -ον, ἀνήκων εἰς δράκοντα, Εὐρ. Φοιν. 1325, Ἀνθ. Π. 12. 257, Πλαν. 4, 90.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM δρακόντειος, -ον
Μ και δρακόντεος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο
2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντα
νεοελλ.
1. πολύ αυστηρός, αμείλικτος («δρακόντεια μέτρα», «δρακόντειοι νόμοι»)
2. αστρον. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστερισμό του δράκοντα
3. φρ. α) αστρον. «δρακόντειος μήνας» ή «δρακόντεια περίοδος» — το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο διελεύσεων της σελήνης από τον ίδιο σύνδεσμο
β) «δρακόντειο αίμα» — ρητινώδης, ερυθρωπός χυμός δέντρων της Ινδικής.
Greek Monotonic
δρᾰκόντειος: -ον (δράκων), αυτός που ανήκει σε δράκο, σε Ευρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δρᾰκόντειος:
1) драконий, змеиный (νῶτα Anth.);
2) змеевидный (Ἐκάτης πούς Luc.);
3) обитаемый драконами или змеями (κρημνοί Eur.).