κλαυσιάω: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1446.png Seite 1446]] = Vorigem; weinerlich thun, Poil. 2, 64. Übertr. von der knarrenden Thür, τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον [[ἄλλως]] κλαυσιᾷ Ar. Plut. 1098.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1446.png Seite 1446]] = Vorigem; weinerlich thun, Poil. 2, 64. Übertr. von der knarrenden Thür, τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον [[ἄλλως]] κλαυσιᾷ Ar. Plut. 1098.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />crier <i>en parl. d'une porte qui grince</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλαίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλαυσιάω''': ἐφετ. τοῦ [[κλαίω]], ἐπιθυμῶ νὰ κλαύσω, τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, ἡ μικρὰ [[θύρα]] μέλλει νὰ κλαύσῃ, δηλ. θὰ πάθῃ (ὡς τὸ κλαύσεται), [[ἐπειδὴ]] [[ἄνευ]] αἰτίας τρίζει, Ἀριστοφ. Πλ. 1099.
|lstext='''κλαυσιάω''': ἐφετ. τοῦ [[κλαίω]], ἐπιθυμῶ νὰ κλαύσω, τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, ἡ μικρὰ [[θύρα]] μέλλει νὰ κλαύσῃ, δηλ. θὰ πάθῃ (ὡς τὸ κλαύσεται), [[ἐπειδὴ]] [[ἄνευ]] αἰτίας τρίζει, Ἀριστοφ. Πλ. 1099.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />crier <i>en parl. d'une porte qui grince</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλαίω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 22:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυσιάω Medium diacritics: κλαυσιάω Low diacritics: κλαυσιάω Capitals: ΚΛΑΥΣΙΑΩ
Transliteration A: klausiáō Transliteration B: klausiaō Transliteration C: klafsiao Beta Code: klausia/w

English (LSJ)

Desider. of κλαίω, wish to weep, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κ. the door is like to weep, i.e. shall suffer for creaking, Ar.Pl. 1099.

German (Pape)

[Seite 1446] = Vorigem; weinerlich thun, Poil. 2, 64. Übertr. von der knarrenden Thür, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ Ar. Plut. 1098.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
crier en parl. d'une porte qui grince.
Étymologie: κλαίω.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυσιάω: ἐφετ. τοῦ κλαίω, ἐπιθυμῶ νὰ κλαύσω, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, ἡ μικρὰ θύρα μέλλει νὰ κλαύσῃ, δηλ. θὰ πάθῃ (ὡς τὸ κλαύσεται), ἐπειδὴ ἄνευ αἰτίας τρίζει, Ἀριστοφ. Πλ. 1099.

Greek Monotonic

κλαυσιάω: εφετικό του κλαίω, επιθυμώ να κλάψω, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, η μικρή θύρα πρόκειται να κλάψει (δηλ. θα υποφέρει), επειδή τρίζει αναίτια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κλαυσιάω: [desiderat. к κλαίω собираться плакать: τὸ θύριον φθεγγόμενον κλαυσιᾷ Arph. дверь жалобно заскрипела.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλαυσιάω verlangen om te huilen, reden tot huilen hebben.

Middle Liddell

κλαυσιάω,
Desiderat. of κλαίω, to wish to weep, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ the door is like to weep (i. e. shall suffer) for creaking without cause, Ar.