λωβήεις: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λωβήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[βλαβερός]]<br /><b>2.</b> [[υβριστικός]], [[προσβλητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λώβη]] «[[κακομεταχείριση]], [[προσβολή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> ([[πρβλ]]. [[τραπεζήεις]], [[φθογγήεις]])]. | |mltxt=[[λωβήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[βλαβερός]]<br /><b>2.</b> [[υβριστικός]], [[προσβλητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λώβη]] «[[κακομεταχείριση]], [[προσβολή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> ([[πρβλ]]. [[τραπεζήεις]], [[φθογγήεις]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=εσσα, εν, <i>[[schimpflich]], [[schmählich]], [[verderblich]]</i>, [[βλαβερός]] erkl., Ap.Rh. 3.801, Tryph. 261. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:37, 24 November 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, outrageous, A.R.3.801, Tryph.261.
Greek (Liddell-Scott)
λωβήεις: εσσα, εν, βλαβερός, ἐπονείδιστος, φθοροποιός, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 801, Τρυφ. 261. - λωβηρός, ά, όν, = βλαβερός, Βακχυλ. 1β 9.
Greek Monolingual
λωβήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. βλαβερός
2. υβριστικός, προσβλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τραπεζήεις, φθογγήεις)].
German (Pape)
εσσα, εν, schimpflich, schmählich, verderblich, βλαβερός erkl., Ap.Rh. 3.801, Tryph. 261.