ἀΐτας: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)i/+tas | |Beta Code=a)i/+tas | ||
|Definition=[ῑ], ὁ, Dor. word for a [[beloved]] [[youth]], answering to [[εἰσπνήλας]] or [[εἴσπνηλος]] (the lover), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>738</span> (fort. Eratosth.), <span class="bibl">Theoc.12.14</span> ([[αἴτης]], said to be a Thessalian word), cj. in <span class="bibl">23.63</span>; generally, [[lover]], [[Χρύσας]] (sc. [[Ἀθανᾶς]]) δ' ἀΐτας <span class="bibl">Dosiad.<span class="title">Ara</span>5</span>, cf. Lyc.461:—fem. ἀῖτις Hdn.Gr.1.105, 2.296, cf. <span class="bibl">Alcm.125</span>. | |Definition=[ῑ], ὁ, Dor. word for a [[beloved]] [[youth]], answering to [[εἰσπνήλας]] or [[εἴσπνηλος]] (the lover), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>738</span> (fort. Eratosth.), <span class="bibl">Theoc.12.14</span> ([[αἴτης]], said to be a Thessalian word), cj. in <span class="bibl">23.63</span>; generally, [[lover]], [[Χρύσας]] (sc. [[Ἀθανᾶς]]) δ' ἀΐτας <span class="bibl">Dosiad.<span class="title">Ara</span>5</span>, cf. Lyc.461:—fem. ἀῖτις Hdn.Gr.1.105, 2.296, cf. <span class="bibl">Alcm.125</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>gén.</i> -εω, <i>acc.</i> -αν (ὁ) :<br /><i>terme dor.</i><br />jeune homme aimé, éromène.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incert., pê de [[ἀΐω]]¹. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀΐτας''': [ῑ], ὁ, Δωρ. [[λέξις]] ἐπὶ φιλουμένου νεανίου, ὁ [[ἐρώμενος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰσπνήλας ἢ εἴσπνηλος, (ὁ [[ἐραστής]], ὁ ἐρῶν), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 576, Θεόκρ. 12. 14 ([[ἔνθα]] ὁ σχολιαστὴς λέγει ὅτι [[εἶναι]] Θεσσαλική [[λέξις]]), 23, 63, [[ὅπου]] ὁ Ahrens διορθοῖ, «στέργετε δ’ οἱ μισεῦντες», ἀντὶ τοῦ «στέργετε δ’ [[ὔμμες]] ἀίτας»· [[ὡσαύτως]] [[καθόλου]], [[ἐραστής]], Χρύσας δ’ [[ἀΐτας]], Ἀνθ. Π. 15. 26: ― θηλ. ἀϊτίς (-ίος), εὕρηται παρ’ Ἀλκμᾶνι 125. Πρβλ. Μυλλέρου Δωρ. 4. 4, 6. (Παράγεται ἢ ἐκ τοῦ ἀΐω καὶ σημαίνει ὁ ἀκούων, δίδων ἀκρόασιν εἴς τινα, ἢ ἐκ τοῦ ἄω ἢ [[ἄημι]]· πρβλ. εἰσπνήλας). | |lstext='''ἀΐτας''': [ῑ], ὁ, Δωρ. [[λέξις]] ἐπὶ φιλουμένου νεανίου, ὁ [[ἐρώμενος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰσπνήλας ἢ εἴσπνηλος, (ὁ [[ἐραστής]], ὁ ἐρῶν), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 576, Θεόκρ. 12. 14 ([[ἔνθα]] ὁ σχολιαστὴς λέγει ὅτι [[εἶναι]] Θεσσαλική [[λέξις]]), 23, 63, [[ὅπου]] ὁ Ahrens διορθοῖ, «στέργετε δ’ οἱ μισεῦντες», ἀντὶ τοῦ «στέργετε δ’ [[ὔμμες]] ἀίτας»· [[ὡσαύτως]] [[καθόλου]], [[ἐραστής]], Χρύσας δ’ [[ἀΐτας]], Ἀνθ. Π. 15. 26: ― θηλ. ἀϊτίς (-ίος), εὕρηται παρ’ Ἀλκμᾶνι 125. Πρβλ. Μυλλέρου Δωρ. 4. 4, 6. (Παράγεται ἢ ἐκ τοῦ ἀΐω καὶ σημαίνει ὁ ἀκούων, δίδων ἀκρόασιν εἴς τινα, ἢ ἐκ τοῦ ἄω ἢ [[ἄημι]]· πρβλ. εἰσπνήλας). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:25, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, Dor. word for a beloved youth, answering to εἰσπνήλας or εἴσπνηλος (the lover), Ar.Fr.738 (fort. Eratosth.), Theoc.12.14 (αἴτης, said to be a Thessalian word), cj. in 23.63; generally, lover, Χρύσας (sc. Ἀθανᾶς) δ' ἀΐτας Dosiad.Ara5, cf. Lyc.461:—fem. ἀῖτις Hdn.Gr.1.105, 2.296, cf. Alcm.125.
French (Bailly abrégé)
gén. -εω, acc. -αν (ὁ) :
terme dor.
jeune homme aimé, éromène.
Étymologie: DELG étym. incert., pê de ἀΐω¹.
Greek (Liddell-Scott)
ἀΐτας: [ῑ], ὁ, Δωρ. λέξις ἐπὶ φιλουμένου νεανίου, ὁ ἐρώμενος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰσπνήλας ἢ εἴσπνηλος, (ὁ ἐραστής, ὁ ἐρῶν), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 576, Θεόκρ. 12. 14 (ἔνθα ὁ σχολιαστὴς λέγει ὅτι εἶναι Θεσσαλική λέξις), 23, 63, ὅπου ὁ Ahrens διορθοῖ, «στέργετε δ’ οἱ μισεῦντες», ἀντὶ τοῦ «στέργετε δ’ ὔμμες ἀίτας»· ὡσαύτως καθόλου, ἐραστής, Χρύσας δ’ ἀΐτας, Ἀνθ. Π. 15. 26: ― θηλ. ἀϊτίς (-ίος), εὕρηται παρ’ Ἀλκμᾶνι 125. Πρβλ. Μυλλέρου Δωρ. 4. 4, 6. (Παράγεται ἢ ἐκ τοῦ ἀΐω καὶ σημαίνει ὁ ἀκούων, δίδων ἀκρόασιν εἴς τινα, ἢ ἐκ τοῦ ἄω ἢ ἄημι· πρβλ. εἰσπνήλας).
Greek Monolingual
ἀίτας, ο (θηλ. ἀῑτις, -ιδος) (Α)
(λέξη της δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο)
1. ο νέος που αγαπιέται, ο ερωμένος, σε αντίθεση προς το εἰσπνήλας ή εἴσπνηλος (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών)
2. (γενικά) εραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθ. < ἐνηής «ήπιος, ευμενής» (από ἦος, το < ἆ(F)ος
ήτοι ἀίτας < α(F)-ίτᾶς) ή < ἀίω «ακούω»].
Greek Monotonic
ἀΐτας: [ῑ], ὁ (ἀΐω), Δωρ. λέξη που λέγεται για πολυαγαπημένο νεαρό, ερώμενο έφηβο, ευνοούμενος, αγαπημένος, σε Θεόκρ.· γενικά, ο εραστής, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: eromenos (Ar.); ἀείταν τὸν ἑταῖρον. Ἀριστοφάνης δε τὸν ἐρώμενον (Ar. fr. 738; Theocr. 12, 14 where it is called Thessalian. Also a fish (Pap. Tebt. 701, 44).
Other forms: Fem. ἀῖτις Hdn. Gr. Alcm. 34 Page.
Dialectal forms: A Dorian or Thessalian word.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From ἀίω Diels Hermes 31, 372 and Bechtel Gr. Dial. 1, 201. Cf. Arena RFIC 96, 1968, 257f.