τροφόεις: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=trofo/eis
|Beta Code=trofo/eis
|Definition=εσσα, εν, (τρέφω) [[well-fed]], [[stout]], [[large]], [[big]], κύματά τε τροφόεντα <span class="bibl">Il.15.621</span>, <span class="bibl">Od.3.290</span> (v. [[τροφέω]]).
|Definition=εσσα, εν, (τρέφω) [[well-fed]], [[stout]], [[large]], [[big]], κύματά τε τροφόεντα <span class="bibl">Il.15.621</span>, <span class="bibl">Od.3.290</span> (v. [[τροφέω]]).
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br /><i>c.</i> [[τρόφις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τροφόεις''': εσσα, εν, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[εὐτραφής]], [[συμπαγής]], [[μέγας]], κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ [[μεγάλως]] αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. [[τρόφις]], [[πηγός]].
|lstext='''τροφόεις''': εσσα, εν, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[εὐτραφής]], [[συμπαγής]], [[μέγας]], κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ [[μεγάλως]] αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. [[τρόφις]], [[πηγός]].
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br /><i>c.</i> [[τρόφις]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 10:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφόεις Medium diacritics: τροφόεις Low diacritics: τροφόεις Capitals: ΤΡΟΦΟΕΙΣ
Transliteration A: trophóeis Transliteration B: trophoeis Transliteration C: trofoeis Beta Code: trofo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (τρέφω) well-fed, stout, large, big, κύματά τε τροφόεντα Il.15.621, Od.3.290 (v. τροφέω).

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
c. τρόφις.

Greek (Liddell-Scott)

τροφόεις: εσσα, εν, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, εὐτραφής, συμπαγής, μέγας, κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ μεγάλως αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. τρόφις, πηγός.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: big, swollen; κύματα τροφόεντα (v.l. τροφέοντο, ‘were swelling’), Od. 3.290†.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
1. καλοθρεμμένος, ευτραφής
2. συμπαγής ή μεγάλος («κύματά τε τροφόεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

τροφόεις: -εσσα, -εν (τρέφω), καλά θρεμμένος, ευτραφής· απ' όπου, μεγάλος, πελώριος, λέγεται για κύματα, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροφόεις -εσσα -εν [τρέφω] gezwollen:. κύματα τροφόεντα gezwollen golven Il. 15.621.

Russian (Dvoretsky)

τροφόεις: όεσσα, όεν τρέφω большой, огромный (κύματα Hom.).

Middle Liddell

τροφόεις, εσσα, εν τρέφω
well-fed: hence large, big, of waves, Hom.