τροφόεις: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=trofo/eis | |Beta Code=trofo/eis | ||
|Definition=εσσα, εν, (τρέφω) [[well-fed]], [[stout]], [[large]], [[big]], κύματά τε τροφόεντα <span class="bibl">Il.15.621</span>, <span class="bibl">Od.3.290</span> (v. [[τροφέω]]). | |Definition=εσσα, εν, (τρέφω) [[well-fed]], [[stout]], [[large]], [[big]], κύματά τε τροφόεντα <span class="bibl">Il.15.621</span>, <span class="bibl">Od.3.290</span> (v. [[τροφέω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br /><i>c.</i> [[τρόφις]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροφόεις''': εσσα, εν, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[εὐτραφής]], [[συμπαγής]], [[μέγας]], κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ [[μεγάλως]] αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. [[τρόφις]], [[πηγός]]. | |lstext='''τροφόεις''': εσσα, εν, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[εὐτραφής]], [[συμπαγής]], [[μέγας]], κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ [[μεγάλως]] αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. [[τρόφις]], [[πηγός]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 10:10, 2 October 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, (τρέφω) well-fed, stout, large, big, κύματά τε τροφόεντα Il.15.621, Od.3.290 (v. τροφέω).
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
c. τρόφις.
Greek (Liddell-Scott)
τροφόεις: εσσα, εν, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, εὐτραφής, συμπαγής, μέγας, κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ μεγάλως αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. τρόφις, πηγός.
English (Autenrieth)
εσσα, εν: big, swollen; κύματα τροφόεντα (v.l. τροφέοντο, ‘were swelling’), Od. 3.290†.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
1. καλοθρεμμένος, ευτραφής
2. συμπαγής ή μεγάλος («κύματά τε τροφόεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. -όεις].
Greek Monotonic
τροφόεις: -εσσα, -εν (τρέφω), καλά θρεμμένος, ευτραφής· απ' όπου, μεγάλος, πελώριος, λέγεται για κύματα, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροφόεις -εσσα -εν [τρέφω] gezwollen:. κύματα τροφόεντα gezwollen golven Il. 15.621.
Russian (Dvoretsky)
τροφόεις: όεσσα, όεν τρέφω большой, огромный (κύματα Hom.).
Middle Liddell
τροφόεις, εσσα, εν τρέφω
well-fed: hence large, big, of waves, Hom.