ἡμιδιπλοΐδιον: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμιδιπλοΐδιον]], τὸ (Α)<br />[[γυναικείος]] [[χιτώνας]] που διπλωνόταν στο άνω [[μέρος]] [[έτσι]] ώστε να πέφτει ώς τη [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>διπλοΐδ</i>-<i>ιον</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>διπλοΐδ</i>- του [[διπλοΐς]], -[[ίδος]] «[[διπλός]] [[μανδύας]]») <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i>, [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἡμιδιπλοΐδιον]], τὸ (Α)<br />[[γυναικείος]] [[χιτώνας]] που διπλωνόταν στο άνω [[μέρος]] [[έτσι]] ώστε να πέφτει ώς τη [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>διπλοΐδ</i>-<i>ιον</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>διπλοΐδ</i>- του [[διπλοΐς]], -[[ίδος]] «[[διπλός]] [[μανδύας]]») <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i>, [[πρβλ]]. [[παιδίον]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡμῐδιπλοΐδιον:''' атт. ἡμῐδιπλοίδιον τό короткая женская накидка Arph. | |elrutext='''ἡμῐδιπλοΐδιον:''' атт. ἡμῐδιπλοίδιον τό короткая женская накидка Arph. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 13 May 2023
English (LSJ)
τό, a woman's dress folded at the top so as to fall half-way down the figure, Ar.Ec.318, cf. EM430.46.
German (Pape)
[Seite 1167] τό, att. ἡμιδιπλοίδιον, Halbmäntelchen, Unterkleid der Frauen, Ar. Eccl. 318; vgl. E. M. 430, 46.
Greek Monolingual
ἡμιδιπλοΐδιον, τὸ (Α)
γυναικείος χιτώνας που διπλωνόταν στο άνω μέρος έτσι ώστε να πέφτει ώς τη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + διπλοΐδ-ιον (< θ. διπλοΐδ- του διπλοΐς, -ίδος «διπλός μανδύας») + υποκορ. κατάλ. -ίον, πρβλ. παιδίον)].
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐδιπλοΐδιον: атт. ἡμῐδιπλοίδιον τό короткая женская накидка Arph.