ὁμόκληρος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμόκληρος]] και δωρ. τ. [[ὁμόκλαρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο [[μερίδιο]] σε [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> αυτός που κληρονομεί [[κάτι]] σε ίση [[μοίρα]] [[μαζί]] με άλλους, [[συγκληρονόμος]] («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλῆρος]] ( | |mltxt=[[ὁμόκληρος]] και δωρ. τ. [[ὁμόκλαρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο [[μερίδιο]] σε [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> αυτός που κληρονομεί [[κάτι]] σε ίση [[μοίρα]] [[μαζί]] με άλλους, [[συγκληρονόμος]] («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλῆρος]] ([[πρβλ]]. [[πολύκληρος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:00, 11 May 2023
English (LSJ)
Dor. ὁμό-κλᾱρος, ον, having an equal share; especially of an inheritance, coheir, Pi.O.2.49, N.9.5.
German (Pape)
[Seite 337] von gleichem Loose, gleichem Antheil, bes. an einer Erbschaft, Mitbesitzer, ἀδελφεός, Pind. Ol. 2, 54, vgl. N. 9, 5, wo Latona, Artemis u. Apollo so genannt werden.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόκληρος: Δωρ. -κλᾱρος, ον· ὁ ἔχων ἴσον μερίδιον· κυρίως ἐπὶ κληρονομίας, συγκληρονόμος, Λατ. consors, Πινδ. Ο. 2. 89, Ν. 9. 11.
Greek Monolingual
ὁμόκληρος και δωρ. τ. ὁμόκλαρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο μερίδιο σε περιουσία
2. αυτός που κληρονομεί κάτι σε ίση μοίρα μαζί με άλλους, συγκληρονόμος («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κλῆρος (πρβλ. πολύκληρος)].
Greek Monotonic
ὁμόκληρος: Δωρ. -κλᾱρος, ὁ, αυτός που έχει ίσο μερίδιο μιας κληρονομιάς, συγκληρονόμος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὁμό-κληρος, δοριξ ὁμό-κλᾱρος, ὁ,
one who has an equal share of an inheritance, a coheir, Pind.