φοινικόπεζα: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] ἡ, die Purpurfüßige, Beiwort der Demeter, Pind. Ol. 6, 94, s. Böckh explic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] ἡ, die Purpurfüßige, Beiwort der Demeter, Pind. Ol. 6, 94, s. Böckh explic.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />aux pieds chaussés de pourpre <i>(ép. de Déméter)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[πέζα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φοινῑκόπεζα''': ἡ, κοκκινόπους, [[ἐρυθρόπους]], ἐπίθετον τῆς Δήμητρος, πιθαν. ἐκ τοῦ πυροῦ χρώματος τοῦ ὡρίμου σίτου, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rubicunda Ceres, ἐσχηματίσθη κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ Ὁμηρ. [[ἀργυρόπεζα]], Πινδ. Ο. 6. 159, [[ἔνθα]] ἴδε Böckh (92).
|lstext='''φοινῑκόπεζα''': ἡ, κοκκινόπους, [[ἐρυθρόπους]], ἐπίθετον τῆς Δήμητρος, πιθαν. ἐκ τοῦ πυροῦ χρώματος τοῦ ὡρίμου σίτου, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rubicunda Ceres, ἐσχηματίσθη κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ Ὁμηρ. [[ἀργυρόπεζα]], Πινδ. Ο. 6. 159, [[ἔνθα]] ἴδε Böckh (92).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />aux pieds chaussés de pourpre <i>(ép. de Déméter)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[πέζα]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 10:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκόπεζα Medium diacritics: φοινικόπεζα Low diacritics: φοινικόπεζα Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΠΕΖΑ
Transliteration A: phoinikópeza Transliteration B: phoinikopeza Transliteration C: foinikopeza Beta Code: foiniko/peza

English (LSJ)

ἡ, ruddy-footed, epithet of Demeter; prob. from the colour of ripe corn, Pi.O.6.94; also of Hecate, Id.Pae.2.77.

German (Pape)

[Seite 1296] ἡ, die Purpurfüßige, Beiwort der Demeter, Pind. Ol. 6, 94, s. Böckh explic.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
aux pieds chaussés de pourpre (ép. de Déméter).
Étymologie: φοῖνιξ¹, πέζα.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόπεζα: ἡ, κοκκινόπους, ἐρυθρόπους, ἐπίθετον τῆς Δήμητρος, πιθαν. ἐκ τοῦ πυροῦ χρώματος τοῦ ὡρίμου σίτου, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rubicunda Ceres, ἐσχηματίσθη κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ Ὁμηρ. ἀργυρόπεζα, Πινδ. Ο. 6. 159, ἔνθα ἴδε Böckh (92).

English (Slater)

φοινῑκόπεζα with red feet of goddesses. φοινικόπεζαν Δάματρα (O. 6.94) φοινικόπεζα παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα (Pae. 2.77)

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ως προσωνυμία της θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -πεζα (< πέζα «πόδι»), πρβλ. ἀργυρό-πεζα, κυανό-πεζα].

Greek Monotonic

φοινῑκόπεζα: ἡ, αυτή που έχει κόκκινα πόδια, επίθ. για τη Δήμητρα· πιθανόν από το χρώμα του ώριμου σίτου, του Βιργίλιου rubicunda Ceres, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόπεζα: adj. f с пурпурными ногами (Δαμάτηρ Pind.).

Middle Liddell

φοινῑκό-πεζα, ἡ,
ruddy-footed, epithet of Demeter: prob. from the colour of ripe corn, Virgil's rubicunda Ceres, Pind.