μελάναιγις: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=mela/naigis | |Beta Code=mela/naigis | ||
|Definition=ιδος, ὁ and ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with dark aegis]], [[epithet]] of Erinys, <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span>699</span> (lyr.); of Dionysus at Athens, <span class="bibl">Paus.2.35.1</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>146</span>.—On the accent v. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.85</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [<b class="b3">οἶνος] μ</b>. [[dark red]] wine, Plu.2.692f.</span> | |Definition=ιδος, ὁ and ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with dark aegis]], [[epithet]] of Erinys, <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span>699</span> (lyr.); of Dionysus at Athens, <span class="bibl">Paus.2.35.1</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>146</span>.—On the accent v. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.85</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [<b class="b3">οἶνος] μ</b>. [[dark red]] wine, Plu.2.692f.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> à la noire égide;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui soulève de noirs tourbillons.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[αἰγίς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελάναιγῐς''': -ιδος, ὁ καὶ ἡ· - ὁ ἔχων μέλαιναν αἰγίδα, ἐπίθ. τῆς Ἐρινύος, Αἰσχύλ. Θήβ. 699· ἐπὶ τοῦ Διονύσου ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 2. 35, 1, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 146. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Μέγ. Ἐτυμολ. 518. 54. ΙΙ. [[οἶνος]] μ., δηλ. βαθέος ἐρυθροῦ χρώματος, Πλούτ. 2. 692 Ε. | |lstext='''μελάναιγῐς''': -ιδος, ὁ καὶ ἡ· - ὁ ἔχων μέλαιναν αἰγίδα, ἐπίθ. τῆς Ἐρινύος, Αἰσχύλ. Θήβ. 699· ἐπὶ τοῦ Διονύσου ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 2. 35, 1, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 146. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Μέγ. Ἐτυμολ. 518. 54. ΙΙ. [[οἶνος]] μ., δηλ. βαθέος ἐρυθροῦ χρώματος, Πλούτ. 2. 692 Ε. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 21:29, 1 October 2022
English (LSJ)
ιδος, ὁ and ἡ, A with dark aegis, epithet of Erinys, A. Th.699 (lyr.); of Dionysus at Athens, Paus.2.35.1, Sch.Ar.Ach.146.—On the accent v. Hdn.Gr.1.85. II [οἶνος] μ. dark red wine, Plu.2.692f.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
1 à la noire égide;
2 fig. qui soulève de noirs tourbillons.
Étymologie: μέλας, αἰγίς.
Greek (Liddell-Scott)
μελάναιγῐς: -ιδος, ὁ καὶ ἡ· - ὁ ἔχων μέλαιναν αἰγίδα, ἐπίθ. τῆς Ἐρινύος, Αἰσχύλ. Θήβ. 699· ἐπὶ τοῦ Διονύσου ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 2. 35, 1, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 146. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Μέγ. Ἐτυμολ. 518. 54. ΙΙ. οἶνος μ., δηλ. βαθέος ἐρυθροῦ χρώματος, Πλούτ. 2. 692 Ε.
English (Slater)
μελάναιγις ? with black aegis ]ναιγιν χθόν' α[ (μελα], κυα] supp. Lobel) fr. 215b. 7.
Greek Monolingual
μελάναιγις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
1. (για τις Ερινύες ή ως επίκληση του Διονύσου στον αρχαίο δήμο Μελαινών της Αττικής και στην Ερμιόνη) αυτός που κρατά μαύρη ασπίδα, κατασκευασμένη από δέρμα μαύρης γίδας
2. φρ. «μελάναιγις οἶνος» ή, απλώς, «μελάναιγις» — οίνος με βαθύ ερυθρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + αἰγίς, -ίδος «ασπίδα» (πρβλ. πολέμαιγις, χρύσαιγις)].
Greek Monotonic
μελάναιγῐς: -ιδος, ὁ και ἡ, αυτός που κρατά μαύρη αιγίδα (λέγεται για τις Ερινύες), σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μελάναιγις: ῐδος (λᾰ) adj.
1) с черным щитом (Ἐρινύς Aesch.);
2) темно-красный (οἶνος Plut.).