ὑψίπεδος: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=u(yi/pedos | |Beta Code=u(yi/pedos | ||
|Definition=ον, [[with high ground]], [[high-placed]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>1.31</span>. | |Definition=ον, [[with high ground]], [[high-placed]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>1.31</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />au sol élevé, situé sur une hauteur.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πέδον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψίπεδος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν [[ἔδαφος]], ὑψηλὰ κείμενος, Πινδ. Ι. 42. | |lstext='''ὑψίπεδος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν [[ἔδαφος]], ὑψηλὰ κείμενος, Πινδ. Ι. 42. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 18:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, with high ground, high-placed, Pi.I.1.31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sol élevé, situé sur une hauteur.
Étymologie: ὕψι, πέδον.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπεδος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν ἔδαφος, ὑψηλὰ κείμενος, Πινδ. Ι. 42.
English (Slater)
ὑψῐπεδος high above the plain Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος (I. 1.31)
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψίπεδος, -ον, ΝΜΑ
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υψίπεδο- επίπεδη, σχετικά, ορεινή περιοχή που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο και κατ' επέκταση εκτεταμένο οροπέδιο (α. «το υψίπεδο του Θιβέτ» β. «τα υψίπεδα του Γκολάν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -πεδος (< πέδον), πρβλ. πλατύ-πεδος].
Greek Monotonic
ὑψίπεδος: -ον, αυτός που έχει υψηλό έδαφος, αυτός που βρίσκεται ψηλά, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίπεδος: высоко расположенный (Θεράπνας ἕδος Pind.).