διέκπλοος: Difference between revisions
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=die/kploos | |Beta Code=die/kploos | ||
|Definition=contr. διέκπλους, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[passage]], <b class="b3">τῶν βραχέων</b> [[through]] the shallows, <span class="bibl">Hdt.4.179</span>; δ. ὑπόφαυσιν καταλιπεῖν <span class="bibl">Id.7.36</span>, cf. <span class="bibl">Pl. <span class="title">Criti.</span> 115e</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[breaking the enemy's line]] in a sea-fight, δ. ποιεύμενος <span class="bibl">Hdt.6.12</span>, cf. <span class="bibl">Th.1.49</span>, <span class="bibl">7.36</span>.</span> | |Definition=contr. διέκπλους, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[passage]], <b class="b3">τῶν βραχέων</b> [[through]] the shallows, <span class="bibl">Hdt.4.179</span>; δ. ὑπόφαυσιν καταλιπεῖν <span class="bibl">Id.7.36</span>, cf. <span class="bibl">Pl. <span class="title">Criti.</span> 115e</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[breaking the enemy's line]] in a sea-fight, δ. ποιεύμενος <span class="bibl">Hdt.6.12</span>, cf. <span class="bibl">Th.1.49</span>, <span class="bibl">7.36</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. διέκπλους Th.2.83<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[paso]] o [[salida]] natural o artificial para la navegación διέκπλοον δὲ ὑπόφαυσιν κατέλιπον Hdt.7.36, cf. Pl.<i>Criti</i>.115e, δ. τῶν βραχέων Hdt.4.179, αἱ Κυάνεαι ... τραχὺν ποιοῦσαι τὸν διέκπλουν τὸν διὰ τοῦ Βυζαντιακοῦ στόματος Str.1.2.10, ὁ γὰρ δ. ἀπελείφθη μιᾷ νηί D.S.13.47, ἀπέκλεισαν τὸν διέκπλουν τοῦ λιμένος Plu.<i>Nic</i>.24, en lugares pantanosos entre cañaverales, Hld.1.6.2.<br /><b class="num">2</b> [[navegación]], [[travesía]] ἐν τῷ διέκπλῳ τῷ μέχρι [[δεῦρο]] mientras navegaba hacia aquí</i> Hld.1.27.3.<br /><b class="num">II</b> en táct. naval, maniobra de [[ruptura de la línea]] pasando con la propia nave entre dos naves enemigas διέκπλοον ποιεύμενος τῇσι νηυσὶ δι' ἀλληλέων realizando con las naves la maniobra de romper mutuamente sus líneas</i> Hdt.6.12, cf. 8.9, ἐτάξαντο κύκλον τῶν νεῶν ὡς μέγιστον οἷοί τ' ἦσαν μὴ διδόντες διέκπλουν Th.l.c., cf. 1.49, 7.36, X.<i>HG</i> 1.6.31, κατὰ μὲν τὰς διέκπλους παρασύροντες τῶν πολεμίων νεῶν τοὺς ταρσοὺς ἠχρείουν Plb.16.3.14, cf. D.C.49.3.2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όου (ὁ) :<br /><i>par contr. att.</i> [[διέκπλους]];<br /><b>1</b> navigation à travers;<br /><b>2</b> manœuvre de vaisseaux qui traversent la ligne ennemie (pour l'attaquer à revers).<br />'''Étymologie:''' [[διεκπλέω]]. | |btext=όου (ὁ) :<br /><i>par contr. att.</i> [[διέκπλους]];<br /><b>1</b> navigation à travers;<br /><b>2</b> manœuvre de vaisseaux qui traversent la ligne ennemie (pour l'attaquer à revers).<br />'''Étymologie:''' [[διεκπλέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:50, 1 October 2022
English (LSJ)
contr. διέκπλους, ὁ, A passage, τῶν βραχέων through the shallows, Hdt.4.179; δ. ὑπόφαυσιν καταλιπεῖν Id.7.36, cf. Pl. Criti. 115e. II breaking the enemy's line in a sea-fight, δ. ποιεύμενος Hdt.6.12, cf. Th.1.49, 7.36.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): contr. διέκπλους Th.2.83
I 1paso o salida natural o artificial para la navegación διέκπλοον δὲ ὑπόφαυσιν κατέλιπον Hdt.7.36, cf. Pl.Criti.115e, δ. τῶν βραχέων Hdt.4.179, αἱ Κυάνεαι ... τραχὺν ποιοῦσαι τὸν διέκπλουν τὸν διὰ τοῦ Βυζαντιακοῦ στόματος Str.1.2.10, ὁ γὰρ δ. ἀπελείφθη μιᾷ νηί D.S.13.47, ἀπέκλεισαν τὸν διέκπλουν τοῦ λιμένος Plu.Nic.24, en lugares pantanosos entre cañaverales, Hld.1.6.2.
2 navegación, travesía ἐν τῷ διέκπλῳ τῷ μέχρι δεῦρο mientras navegaba hacia aquí Hld.1.27.3.
II en táct. naval, maniobra de ruptura de la línea pasando con la propia nave entre dos naves enemigas διέκπλοον ποιεύμενος τῇσι νηυσὶ δι' ἀλληλέων realizando con las naves la maniobra de romper mutuamente sus líneas Hdt.6.12, cf. 8.9, ἐτάξαντο κύκλον τῶν νεῶν ὡς μέγιστον οἷοί τ' ἦσαν μὴ διδόντες διέκπλουν Th.l.c., cf. 1.49, 7.36, X.HG 1.6.31, κατὰ μὲν τὰς διέκπλους παρασύροντες τῶν πολεμίων νεῶν τοὺς ταρσοὺς ἠχρείουν Plb.16.3.14, cf. D.C.49.3.2.
German (Pape)
[Seite 618] zsgzgn -πλους, ὁ, Durchfahrt, Her. 4, 179; Raum dazu, 7, 36; bes. das Durchbrechen der feindlichen Schiffsreihe, 8, 9; Thuc. 1, 49. 7, 36 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διέκπλοος: συνῃρ. διέκπλους, ὁ, τὸ πλεῖν διὰ μέσου, τὸ διέρχεσθαι διὰ μέσου καὶ ἐξέρχεσθαι εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Ἡρόδ. 7. 36· τῶν βραχέων, διὰ μέσου τῶν ῥηχῶν νερῶν, ὁ αὐτ. 4. 179, πρβλ. Πλάτ. Κριτ. 115Ε. ΙΙ.ἡ διάσπασις τῆς ἐχθρικῆς γραμμῆς ἐν ναυμαχίᾳ, Ἡρόδ. 6. 12, Θουκ. 1. 49, ἔνθα ἴδε Arnold· πρβλ. τὸ προηγ.
French (Bailly abrégé)
όου (ὁ) :
par contr. att. διέκπλους;
1 navigation à travers;
2 manœuvre de vaisseaux qui traversent la ligne ennemie (pour l'attaquer à revers).
Étymologie: διεκπλέω.
Greek Monotonic
διέκπλοος: συνηρ. διέκπλους, ὁ,·
I. διέλευση ανάμεσα ή απέναντι από, διάπλευση, σε Ηρόδ.
II. διάσπαση της εχθρικής γραμμής σε ναυμαχία, στον ίδ., σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
διέκπλοος: стяж. διέκπλους ὁ
1) переезд на кораблях: διέκπλοον ποιεῖσθαι τῇσι νηυσὶ δι᾽ ἀλλήλων Her. совершать проплыв одних кораблей между другими (вид морских маневров);
2) место переезда на кораблях, переправа (διέκπλοον δεικνύναι Her.);
3) воен. прорыв линии неприятельского флота (ἀπόπειραν ποιήσασθαι τῆς μάχης καὶ τοῦ διεκπλόου Her.; τῶν πολεμίων νεῶν Polyb.): διέκπλοι οὐκ ἦσαν Thuc. пробиться на кораблях не было возможности.
Middle Liddell
n [from διεκπλέω
I. a sailing across or through, passing across or through, Hdt.
II. a breaking the enemy's line in a sea-fight, Hdt., Thuc.