ταυροβόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1073.png Seite 1073]] Stiere werfend, erlegend, [[τελετή]], ein Stieropfer, zu Ehren des Atys, Ep. ad. 190. 191 (App. 164. 239).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1073.png Seite 1073]] Stiere werfend, erlegend, [[τελετή]], ein Stieropfer, zu Ehren des Atys, Ep. ad. 190. 191 (App. 164. 239).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l'on immole un taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[βάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυροβόλος''': -ον, ὁ βάλλων, φονεύων ταύρους, τελετὴ τ., [[θυσία]] ταύρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 164, 239.
|lstext='''ταυροβόλος''': -ον, ὁ βάλλων, φονεύων ταύρους, τελετὴ τ., [[θυσία]] ταύρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 164, 239.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l'on immole un taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[βάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροβόλος Medium diacritics: ταυροβόλος Low diacritics: ταυροβόλος Capitals: ΤΑΥΡΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: taurobólos Transliteration B: taurobolos Transliteration C: tavrovolos Beta Code: taurobo/los

English (LSJ)

ον, striking or slaughtering bulls, τελετὴ τ., = ταυροβόλιον, IG22.4841.3, 11, 14.1018, 1020.

German (Pape)

[Seite 1073] Stiere werfend, erlegend, τελετή, ein Stieropfer, zu Ehren des Atys, Ep. ad. 190. 191 (App. 164. 239).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on immole un taureau.
Étymologie: ταῦρος, βάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροβόλος: -ον, ὁ βάλλων, φονεύων ταύρους, τελετὴ τ., θυσία ταύρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 164, 239.

Greek Monolingual

ον, Α
1. αυτός που καταβάλλει, που φονεύει ταύρους
2. το θηλ. ἡ Ταυροβόλος
προσωνυμία της Αρτέμιδος και της Αθηνάς στην Άνδρο
3. φρ. «ταυροβόλος τελετή» — το ταυροβόλιον επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος.

Greek Monotonic

ταυροβόλος: -ον (βάλλω), φονιάς ταύρων, τελετὴ ταυροβόλος, θυσία ταύρου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ταυροβόλος: убивающий быка: τ. τελετή Anth. принесение в жертву быка.

Middle Liddell

ταυρο-βόλος, ον, βάλλω
slaughtering bulls, τελετὴ τ. a sacrifice of a bull, Anth.