σπάρτη: Difference between revisions

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0917.png Seite 917]] ἡ, 1) ein (bes. ein von [[σπάρτος]] gedrehter) Strick, Alciphr. 2, 4 u. a. Sp. – 2) wie [[στάθμη]], die Richtschnur oder Schmitze der Zimmerleute und Maurer; Cratin. bei Poll. 10, 186; Hesych. – Vgl. [[σπάρτος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0917.png Seite 917]] ἡ, 1) ein (bes. ein von [[σπάρτος]] gedrehter) Strick, Alciphr. 2, 4 u. a. Sp. – 2) wie [[στάθμη]], die Richtschnur oder Schmitze der Zimmerleute und Maurer; Cratin. bei Poll. 10, 186; Hesych. – Vgl. [[σπάρτος]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />corde tressée avec du genêt.<br />'''Étymologie:''' [[σπάρτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπάρτη''': ἡ, = [[σπάρτον]], [[σχοινίον]] ἐκ σπάρτου (ἴδε [[σπαρτός]], 0), Ἀριστοφ. Ὄρν. 815 (μετ’ ἀστείας παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως Σπάρτη), πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 9, καὶ [[αὐτόθι]] Meineke. II. ὡς τὸ [[στάθμη]], τὸ [[σχοινίον]] δι’ οὗ ὁρίζεται ἡ κάθετος, Ἡσύχ., πρβλ. Ἀλκίφρονα 2. 4, 15· πρβλ. [[σπάρτος]].
|lstext='''σπάρτη''': ἡ, = [[σπάρτον]], [[σχοινίον]] ἐκ σπάρτου (ἴδε [[σπαρτός]], 0), Ἀριστοφ. Ὄρν. 815 (μετ’ ἀστείας παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως Σπάρτη), πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 9, καὶ [[αὐτόθι]] Meineke. II. ὡς τὸ [[στάθμη]], τὸ [[σχοινίον]] δι’ οὗ ὁρίζεται ἡ κάθετος, Ἡσύχ., πρβλ. Ἀλκίφρονα 2. 4, 15· πρβλ. [[σπάρτος]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />corde tressée avec du genêt.<br />'''Étymologie:''' [[σπάρτος]].
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 09:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάρτη Medium diacritics: σπάρτη Low diacritics: σπάρτη Capitals: ΣΠΑΡΤΗ
Transliteration A: spártē Transliteration B: spartē Transliteration C: sparti Beta Code: spa/rth

English (LSJ)

ἡ,= σπάρτον, A rope or cord (v. σπάρτος, ), Ar.Av.815 (with a play upon Sparta), cf. Cratin.110; μαντεύεσθαι . . τῇ τῶν σπαρτῶν διατάσει dub. l. in Alciphr.2.4.15. 2 = σπαρτίον III, Gal.12.129. II = στάθμη, plumbline, Hsch.: cf. σπάρτος ΙΙ.2.

German (Pape)

[Seite 917] ἡ, 1) ein (bes. ein von σπάρτος gedrehter) Strick, Alciphr. 2, 4 u. a. Sp. – 2) wie στάθμη, die Richtschnur oder Schmitze der Zimmerleute und Maurer; Cratin. bei Poll. 10, 186; Hesych. – Vgl. σπάρτος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
corde tressée avec du genêt.
Étymologie: σπάρτος.

Greek (Liddell-Scott)

σπάρτη: ἡ, = σπάρτον, σχοινίον ἐκ σπάρτου (ἴδε σπαρτός, 0), Ἀριστοφ. Ὄρν. 815 (μετ’ ἀστείας παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως Σπάρτη), πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 9, καὶ αὐτόθι Meineke. II. ὡς τὸ στάθμη, τὸ σχοινίον δι’ οὗ ὁρίζεται ἡ κάθετος, Ἡσύχ., πρβλ. Ἀλκίφρονα 2. 4, 15· πρβλ. σπάρτος.

Spanish

cuerda

Greek Monolingual

η, ΜΑ
1. σχοινί από σπάρτο
2. το νήμα της στάθμης
αρχ.
είδος καλλωπιστικού φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σπάρτον, με αλλαγή γένους, κατά τα θηλ. Η λ. δεν απαντά συχνά και χρησιμοποιείται από τον Αριστοφάνη με λογοπαίγνιο προς τη Σπάρτη].

Greek Monotonic

σπάρτη: ἡ, = σπάρτον, σε Αριστοφ. (λογοπαίγνιο με τη λέξη Σπάρτη).

Russian (Dvoretsky)

σπάρτη:жгут из дрока Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπάρτη -ης, ἡ [σπάρτον] touw.

Middle Liddell

σπάρτη, ἡ, = σπάρτον, Ar.] with a play upon Sparta]