πλάνησις: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] ἡ, das in die Irre Treiben, Verschlagen, τῶν νεῶν, Thuc. 8, 42 u. Sp. Auch übertr., das Irremachen, Verführen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] ἡ, das in die Irre Treiben, Verschlagen, τῶν νεῶν, Thuc. 8, 42 u. Sp. Auch übertr., das Irremachen, Verführen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'égarer, de disperser.<br />'''Étymologie:''' [[πλανάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλάνησις''': -εως, ἡ, διασκόρπισις, [[διασπορά]], τῶν νεῶν Θουκ. 8. 42. 2) μεταφορ., [[ἀποπλάνησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 394. | |lstext='''πλάνησις''': -εως, ἡ, διασκόρπισις, [[διασπορά]], τῶν νεῶν Θουκ. 8. 42. 2) μεταφορ., [[ἀποπλάνησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 394. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:29, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A making to wander: dispersing, scattering, τῶν νεῶν Th.8.42. 2 metaph., misleading, S.E.M.7.394 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 624] ἡ, das in die Irre Treiben, Verschlagen, τῶν νεῶν, Thuc. 8, 42 u. Sp. Auch übertr., das Irremachen, Verführen.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'égarer, de disperser.
Étymologie: πλανάω.
Greek (Liddell-Scott)
πλάνησις: -εως, ἡ, διασκόρπισις, διασπορά, τῶν νεῶν Θουκ. 8. 42. 2) μεταφορ., ἀποπλάνησις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 394.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ πλανώμαι
μτφ. αποπλάνηση, εξαπάτηση
αρχ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλανώ, η απομάκρυνση από την ευθεία, την ορθή οδό, περιπλάνηση
2. (κατ' επέκτ.) διασπορά, διασκόρπιση.
Greek Monotonic
πλάνησις: -εως, ἡ (πλανάω), περιπλάνηση, διασκόρπιση, τῶν νεῶν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
πλάνησις: εως (ᾰ) ἡ
1) рассеяние или блуждание (π. τῶν νεῶν ἐν τῷ σκότει Thuc.);
2) заблуждение, ошибка Sext.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάνησις -εως, ἡ [πλανάω] het dwalen:. πλάνησιν τῶν νεῶν... παρέσχεν veroorzaakte het verdwalen van de schepen Thuc. 8.42.1.
Middle Liddell
πλάνησις, εως, πλανάω
a making to wander, a dispersing, τῶν νεῶν Thuc.