ἄνιπτος: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 10: Line 10:
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unwashed]], [[unwashen]], <b class="b3">χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν</b> ([[varia lectio|v.l.]] ἀνίπτῃσιν) Διὶ λείβειν . . ἅξομαι <span class="bibl">Il.6.266</span>, cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>725</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>15.20</span>: [[proverb|prov.]], <b class="b3">ἄνιπτος ποσί</b>, i.e. [[unprepared]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pseudol.</span>4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[not to be washed out]], αἷμα <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span> 1459</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unwashed]], [[unwashen]], <b class="b3">χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν</b> ([[varia lectio|v.l.]] ἀνίπτῃσιν) Διὶ λείβειν . . ἅξομαι <span class="bibl">Il.6.266</span>, cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>725</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>15.20</span>: [[proverb|prov.]], <b class="b3">ἄνιπτος ποσί</b>, i.e. [[unprepared]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pseudol.</span>4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[not to be washed out]], αἷμα <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span> 1459</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἄνιπτος''': -ον, ([[νίζω]]) [[ἄνιπτος]], χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν (ἄλλη γραφὴ -αισι) Διὶ λείβειν... [[ἅζομαι]] Ἰλ. Ζ. 266, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 723· «ἀνίπτοις ποσὶν ἀντὶ τοῦ ἀνετοίμως καὶ [[χωρίς]] τινος παρασκευῆς» (Σουΐδ.)· οὐδὲ ἀνίπτοις ποσὶ κατὰ τὴν παροιμίαν ἐπὶ τόνδε τὸν λόγον ἀπηντήκαμεν Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποπλύνῃ, [[ἀνεξάλειπτος]], [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1459.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no lavado]], [[sucio]] χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν <i>Il</i>.6.266, Hes.<i>Op</i>.725, τὸ δὲ ἀνίπτοις χερσὶν φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον <i>Eu.Matt</i>.15.20<br /><b class="num">•</b>fig. ἀνίπτοις ποσί con los pies sin lavar</i> e.e. no preparado</i> Luc.<i>Pseudol</i>.4, <i>Rh.Pr</i>.14.<br /><b class="num">2</b> [[que no puede ser lavado]] [[αἷμα]] A.<i>A</i>.1460.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non lavé;<br /><b>2</b> qui ne peut être lavé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[νίπτω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non lavé;<br /><b>2</b> qui ne peut être lavé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[νίπτω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{elru
|auten=([[νίπτω]]): [[unwashed]], Il. 6.266†.
|elrutext='''ἄνιπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> не(у)мытый (χεῖρες Hom., Hes.; πόδες Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[несмываемый]] ([[αἷμα]] Aesch.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no lavado]], [[sucio]] χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν <i>Il</i>.6.266, Hes.<i>Op</i>.725, τὸ δὲ ἀνίπτοις χερσὶν φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον <i>Eu.Matt</i>.15.20<br /><b class="num">•</b>fig. ἀνίπτοις ποσί con los pies sin lavar</i> e.e. no preparado</i> Luc.<i>Pseudol</i>.4, <i>Rh.Pr</i>.14.<br /><b class="num">2</b> [[que no puede ser lavado]] [[αἷμα]] A.<i>A</i>.1460.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 34: Line 31:
|lsmtext='''ἄνιπτος:''' -ον ([[νίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[άπλυτος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν έχει ξεπλυθεί, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἄνιπτος:''' -ον ([[νίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[άπλυτος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν έχει ξεπλυθεί, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ἄνιπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> не(у)мытый (χεῖρες Hom., Hes.; πόδες Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[несмываемый]] ([[αἷμα]] Aesch.).
|lstext='''ἄνιπτος''': -ον, ([[νίζω]]) [[ἄνιπτος]], χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν (ἄλλη γραφὴ -αισι) Διὶ λείβειν... [[ἅζομαι]] Ἰλ. Ζ. 266, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 723· «ἀνίπτοις ποσὶν ἀντὶ τοῦ ἀνετοίμως καὶ [[χωρίς]] τινος παρασκευῆς» (Σουΐδ.)· οὐδὲ ἀνίπτοις ποσὶ κατὰ τὴν παροιμίαν ἐπὶ τόνδε τὸν λόγον ἀπηντήκαμεν Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποπλύνῃ, [[ἀνεξάλειπτος]], [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1459.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 15:18, 29 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνιπτος Medium diacritics: ἄνιπτος Low diacritics: άνιπτος Capitals: ΑΝΙΠΤΟΣ
Transliteration A: ániptos Transliteration B: aniptos Transliteration C: aniptos Beta Code: a)/niptos

English (LSJ)

ον, A unwashed, unwashen, χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν (v.l. ἀνίπτῃσιν) Διὶ λείβειν . . ἅξομαι Il.6.266, cf. Hes.Op.725, Ev.Matt.15.20: prov., ἄνιπτος ποσί, i.e. unprepared, Luc.Pseudol.4. 2 not to be washed out, αἷμα A.Ag. 1459.

Spanish (DGE)

-ον
1 no lavado, sucio χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν Il.6.266, Hes.Op.725, τὸ δὲ ἀνίπτοις χερσὶν φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον Eu.Matt.15.20
fig. ἀνίπτοις ποσί con los pies sin lavar e.e. no preparado Luc.Pseudol.4, Rh.Pr.14.
2 que no puede ser lavado αἷμα A.A.1460.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non lavé;
2 qui ne peut être lavé.
Étymologie: , νίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἄνιπτος:
1) не(у)мытый (χεῖρες Hom., Hes.; πόδες Luc.);
2) несмываемый (αἷμα Aesch.).

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of νίπτω; without ablution: unwashen.

English (Thayer)

ὄν (νίπτω to wash), unwashed: R L marginal reading in 5. (Homer, Iliad 6,266, etc.)

Greek Monolingual

και άνιφτος, -η, -ο (ΜΑ ἄνιπτος, -ον)
άπλυτος
αρχ.
ανεξίτηλος.

Greek Monotonic

ἄνιπτος: -ον (νίζω),
1. άπλυτος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυτός που δεν έχει ξεπλυθεί, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνιπτος: -ον, (νίζω) ἄνιπτος, χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν (ἄλλη γραφὴ -αισι) Διὶ λείβειν... ἅζομαι Ἰλ. Ζ. 266, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 723· «ἀνίπτοις ποσὶν ἀντὶ τοῦ ἀνετοίμως καὶ χωρίς τινος παρασκευῆς» (Σουΐδ.)· οὐδὲ ἀνίπτοις ποσὶ κατὰ τὴν παροιμίαν ἐπὶ τόνδε τὸν λόγον ἀπηντήκαμεν Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποπλύνῃ, ἀνεξάλειπτος, αἷμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1459.

Middle Liddell

νίζω
1. unwashen, Il.
2. not to be washed out, Aesch.

Chinese

原文音譯:¥niptoj 阿-你普拖士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:不-洗的
字義溯源:未洗淨的,不洗,沒有洗的,不潔淨的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,未)與(νίπτω)*=洗淨)組成
出現次數:總共(3);太(1);可(2)
譯字彙編
1) 用不潔淨的(1) 可7:5;
2) 沒有洗的手(1) 可7:2;
3) 不洗(1) 太15:20