διαμέλλησις: Difference between revisions

From LSJ

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] ἡ, das Zaudern; δ. ποιεῖσθαι, Thuc. 5, 99.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] ἡ, das Zaudern; δ. ποιεῖσθαι, Thuc. 5, 99.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />délai, retard.<br />'''Étymologie:''' [[διαμέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμέλλησις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ μέλλῃ τις νὰ πράξῃ τι, βραδύτης, πολλὴ δ. φυλακῆς, [[μακροχρόνιος]] ἀναβολὴ προφυλακτικῶν μέτρων, Θουκ. 5. 99· ἐν Γλωσσ. καὶ διαμελλησμός.
|lstext='''διαμέλλησις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ μέλλῃ τις νὰ πράξῃ τι, βραδύτης, πολλὴ δ. φυλακῆς, [[μακροχρόνιος]] ἀναβολὴ προφυλακτικῶν μέτρων, Θουκ. 5. 99· ἐν Γλωσσ. καὶ διαμελλησμός.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />délai, retard.<br />'''Étymologie:''' [[διαμέλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμέλλησις Medium diacritics: διαμέλλησις Low diacritics: διαμέλλησις Capitals: ΔΙΑΜΕΛΛΗΣΙΣ
Transliteration A: diaméllēsis Transliteration B: diamellēsis Transliteration C: diamellisis Beta Code: diame/llhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, postponement, procrastination, πολλὴν δ. φυλακῆς long postponement of precautionary measures, Th.5.99, cf. D.C.Fr.40.21.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
posposición, retraso, demora πολλὴν τὴν διαμέλλησιν τῆς πρὸς ἡμᾶς φυλακῆς ποιήσονται se tomarán gran demora en las precauciones que adopten contra nosotros Th.5.99, cf. D.C.40.21.

German (Pape)

[Seite 589] ἡ, das Zaudern; δ. ποιεῖσθαι, Thuc. 5, 99.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
délai, retard.
Étymologie: διαμέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

διαμέλλησις: -εως, ἡ, τὸ νὰ μέλλῃ τις νὰ πράξῃ τι, βραδύτης, πολλὴ δ. φυλακῆς, μακροχρόνιος ἀναβολὴ προφυλακτικῶν μέτρων, Θουκ. 5. 99· ἐν Γλωσσ. καὶ διαμελλησμός.

Greek Monolingual

η διαμέλλησις (-εως) (Α) μέλλησις
1. αναβολή
2. επιβράδυνση.

Greek Monotonic

διαμέλλησις: -εως, ἡ, αναβλητικότητα, αργοπορία· πολλὴ δ. φυλακῆς, μακροχρόνια αναβολή μέτρων προφύλαξης, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαμέλλησις: εως ἡ медлительность: διαμέλλησίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. медлить с чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαμέλλησις -εως, ἡ [διαμέλλω] gedraal.

Middle Liddell

διαμέλλησις, εως n [from διαμέλλω
a being on the point to do, πολλὴ δ. φυλακῆς long postponement of precautionary measures, Thuc.