δικελλίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[cavador]] Luc.<i>Tim</i>.8.
|dgtxt=-ου, ὁ [[cavador]] Luc.<i>Tim</i>.8.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui travaille avec le hoyau à deux pointes.<br />'''Étymologie:''' [[δίκελλα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκελλίτης''': [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, [[σκαφεύς]], Λουκ. Τίμωνι 8.
|lstext='''δῐκελλίτης''': [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, [[σκαφεύς]], Λουκ. Τίμωνι 8.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui travaille avec le hoyau à deux pointes.<br />'''Étymologie:''' [[δίκελλα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικελλίτης Medium diacritics: δικελλίτης Low diacritics: δικελλίτης Capitals: ΔΙΚΕΛΛΙΤΗΣ
Transliteration A: dikellítēs Transliteration B: dikellitēs Transliteration C: dikellitis Beta Code: dikelli/ths

English (LSJ)

[λῑ], ου, ὁ, a digger, Luc.Tim.8.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cavador Luc.Tim.8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui travaille avec le hoyau à deux pointes.
Étymologie: δίκελλα.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκελλίτης: [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, σκαφεύς, Λουκ. Τίμωνι 8.

Greek Monolingual

δικελλίτης, ο (Α)
ο δικελλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκελλα + (παραγ. κατάλ.) -ίτης].

Greek Monotonic

δῐκελλίτης: [λῑ], -ου, ὁ, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δικελλίτης: ου (ῑτ) ὁ вооруженный двузубой киркой Luc.

Middle Liddell

δῐκελλ¯ίτης, ου, n [from δίκελλα
a digger, Luc.