γαλεώτης: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] ὁ, 1) eine bunte Eidechsenart, Ar. Nubb. 174. – 2) der Schwertfisch, [[ξιφίας]] Pol. 34, 2, 12; Strab. 1, 2, 15; Luc. V. Hist. 1, 35.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] ὁ, 1) eine bunte Eidechsenart, Ar. Nubb. 174. – 2) der Schwertfisch, [[ξιφίας]] Pol. 34, 2, 12; Strab. 1, 2, 15; Luc. V. Hist. 1, 35.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> sorte de lézard moucheté, gécko (AR), <i>animal</i>;<br /><b>2</b> espadon = ξιφίας, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[γαλέη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γαλεώτης''': -ου, ὁ [[σαύρα]] κηλιδωτή, γουστέρα παρδαλή, ἀλλαχοῦ [[ἀσκαλαβώτης]], Λατ. stellio, Ἀριστοφ. Νεφ. 173· [[γαλεώτης]] [[γέρων]], ψαρὸς ὡς [[γαλῆ]], Μένανδρ. Εὐν. 3, πρβλ. Βεντ. Τερεντ. Εὐν. 4. 4, 22. ΙΙ. ὁ [[ἰχθὺς]] ξιφίας Πολύβ. 34. 2, 12.
|lstext='''γαλεώτης''': -ου, ὁ [[σαύρα]] κηλιδωτή, γουστέρα παρδαλή, ἀλλαχοῦ [[ἀσκαλαβώτης]], Λατ. stellio, Ἀριστοφ. Νεφ. 173· [[γαλεώτης]] [[γέρων]], ψαρὸς ὡς [[γαλῆ]], Μένανδρ. Εὐν. 3, πρβλ. Βεντ. Τερεντ. Εὐν. 4. 4, 22. ΙΙ. ὁ [[ἰχθὺς]] ξιφίας Πολύβ. 34. 2, 12.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> sorte de lézard moucheté, gécko (AR), <i>animal</i>;<br /><b>2</b> espadon = ξιφίας, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[γαλέη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλεώτης Medium diacritics: γαλεώτης Low diacritics: γαλεώτης Capitals: ΓΑΛΕΩΤΗΣ
Transliteration A: galeṓtēs Transliteration B: galeōtēs Transliteration C: galeotis Beta Code: galew/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A gecko lizard, Ar.Nu.173, Arist.Fr.370. II sword-fish, = ξιφίας, Plb.34.2.12, Str.1.2.15. III weasel, Luc. VH1.35; γ. γέρων (transl. by colore mustelino, Ter.Eun.4.4.21) Men.188.

Spanish (DGE)

(γᾰλεώτης) -ου, ὁ
zool.
1 lagartija moteada Ar.Nu.173, Arist.Fr.370, Plu.2.924a, Ael.NA 9.19, Sch.Nic.Th.484a, γ. γέρων el viejo es una lagartija moteada, e.d. está lleno de pecas Men.Fr.163.
2 pez espada Plb.34.2.12, 15, 34.3.1, cf. Hsch.
3 comadreja Luc.VH 1.35.

German (Pape)

[Seite 471] ὁ, 1) eine bunte Eidechsenart, Ar. Nubb. 174. – 2) der Schwertfisch, ξιφίας Pol. 34, 2, 12; Strab. 1, 2, 15; Luc. V. Hist. 1, 35.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 sorte de lézard moucheté, gécko (AR), animal;
2 espadon = ξιφίας, poisson.
Étymologie: DELG γαλέη.

Greek (Liddell-Scott)

γαλεώτης: -ου, ὁ σαύρα κηλιδωτή, γουστέρα παρδαλή, ἀλλαχοῦ ἀσκαλαβώτης, Λατ. stellio, Ἀριστοφ. Νεφ. 173· γαλεώτης γέρων, ψαρὸς ὡς γαλῆ, Μένανδρ. Εὐν. 3, πρβλ. Βεντ. Τερεντ. Εὐν. 4. 4, 22. ΙΙ. ὁ ἰχθὺς ξιφίας Πολύβ. 34. 2, 12.

Greek Monolingual

γαλεώτης, ο (Α)
1. είδος κηλιδωτής σαύρας, ο ασκαλαβώτης
2. ο ξιφίας
3. η ικτίς
4. φρ. «γαλεώτης γέρων» — γέρος ψαρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + (επίθημα) -ώτης με τις σημ. 1 και 3, ενώ < γαλεός + (επίθημα) -ώτης με τη σημ. 2, εκτός αν γίνει αποδεκτή η άποψη γαλεός < γαλεώτης (βλ. και λ. γαλέος)].

Greek Monotonic

γαλεώτης: -ου, ὁ (γαλέη), σαύρα με στίγματα, με κηλίδες· Λατ. stellio, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλεώτης: ου ὁ
1) галеот (вид крапчатой или пятнистой ящерицы) Arph., Arst., Plut.: γ. γέρων погов. Men. седой как лунь, старик;
2) меч-рыба Polyb., Luc.

Middle Liddell

γαλέη
a spotted lizard, Lat. stellio, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαλεώτης -ου, ὁ γαλέη
1. gekko. Aristoph. Nub. 173.
2. wezel of hagedis. Luc. 13.35.