ἀγέραστος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0012.png Seite 12]] ([[γέρας]]), ohne Ehrengeschenk, Hom. nur Il. 1, 119; Hes. neben [[ἄτιμος]] Fh. 395; [[τύμβος]] Eur. Hec. 116; [[ὄνομα]] Bacch. 1375; mit dem gen., θυέων Ap. Rh. 3, 65; neben ἄμοιρός τινος Plut. sol. an. 23; βόες κεράτων οὐκ ἀγ. Ael. H. A. 2, 53.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0012.png Seite 12]] ([[γέρας]]), ohne Ehrengeschenk, Hom. nur Il. 1, 119; Hes. neben [[ἄτιμος]] Fh. 395; [[τύμβος]] Eur. Hec. 116; [[ὄνομα]] Bacch. 1375; mit dem gen., θυέων Ap. Rh. 3, 65; neben ἄμοιρός τινος Plut. sol. an. 23; βόες κεράτων οὐκ ἀγ. Ael. H. A. 2, 53.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non récompensé, non honoré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[γέρας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγέραστος''': -ον, ([[γέρας]]) ὁ [[ἄνευ]] ἀμοιβῆς ἢ [[τιμῆς]], [[ἄνευ]] βραβείου, Ἰλ. Α., 119, Ἡσ. Θ., 395· ἀγ. [[τύμβος]], Εὐρ. Ἑκ. 117, [[ὄνομα]] Βάκχ. 1378· ἀπελθεῖν ἀγ., Λουκ. Τυραννοκ. 3· μετὰ γεν., θυέων, ἀγ., Ἀπολλ. Ῥόδ. 3. 65: - ποιητ. τις [[τύπος]]: [[ἀγείρατος]] ἀναφέρεται ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμ.
|lstext='''ἀγέραστος''': -ον, ([[γέρας]]) ὁ [[ἄνευ]] ἀμοιβῆς ἢ [[τιμῆς]], [[ἄνευ]] βραβείου, Ἰλ. Α., 119, Ἡσ. Θ., 395· ἀγ. [[τύμβος]], Εὐρ. Ἑκ. 117, [[ὄνομα]] Βάκχ. 1378· ἀπελθεῖν ἀγ., Λουκ. Τυραννοκ. 3· μετὰ γεν., θυέων, ἀγ., Ἀπολλ. Ῥόδ. 3. 65: - ποιητ. τις [[τύπος]]: [[ἀγείρατος]] ἀναφέρεται ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non récompensé, non honoré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[γέρας]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 11:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγέραστος Medium diacritics: ἀγέραστος Low diacritics: αγέραστος Capitals: ΑΓΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: agérastos Transliteration B: agerastos Transliteration C: agerastos Beta Code: a)ge/rastos

English (LSJ)

ον, (γέρασ without a gift of honour, unrecompensed, Il.1.119, Hes.Th.395; ἀ. τύμβος, ὄνομα E.Hec.115, Ba.1378; ἀπελθεῖν ἀ. Luc.Tyr.3: c. gen., θυέων ἀ. A.R 3.65:—cf. ἀγείρᾰτος.

Spanish (DGE)

-ον
no premiado, no recompensado, no honrado como se merece ὄφρα μὴ οἷος Ἀργεΐων ἀ. ἔω Il.1.119, de dioses ὅστις ἄτιμος ὑπὸ Κρόνου ἠδ' ἀ. Hes.Th.395, ἀγέραστον ἔχων ὄνομ' ἐν Θήβαις de Dioniso, E.Ba.1378, οὐδέ ... ὅ γε δαίμοσιν ἦν ἀ. CEG 595.3 (Atenas IV a.C.), Ἔρως Nonn.D.24.268, ἀπελθεῖν ἀγέραστον Luc.Tyr.3, cf. Gr.Naz.M.37.1495A
de cosas τύμβον ... ἀγέραστον ἀφέντες E.Hec.115, τὸ σωφρονοῦν ἀγέραστον γίγνεται D.C.41.29.2
c. gen. θυέων ἀ. A.R.3.65.

German (Pape)

[Seite 12] (γέρας), ohne Ehrengeschenk, Hom. nur Il. 1, 119; Hes. neben ἄτιμος Fh. 395; τύμβος Eur. Hec. 116; ὄνομα Bacch. 1375; mit dem gen., θυέων Ap. Rh. 3, 65; neben ἄμοιρός τινος Plut. sol. an. 23; βόες κεράτων οὐκ ἀγ. Ael. H. A. 2, 53.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non récompensé, non honoré.
Étymologie: , γέρας.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγέραστος: -ον, (γέρας) ὁ ἄνευ ἀμοιβῆς ἢ τιμῆς, ἄνευ βραβείου, Ἰλ. Α., 119, Ἡσ. Θ., 395· ἀγ. τύμβος, Εὐρ. Ἑκ. 117, ὄνομα Βάκχ. 1378· ἀπελθεῖν ἀγ., Λουκ. Τυραννοκ. 3· μετὰ γεν., θυέων, ἀγ., Ἀπολλ. Ῥόδ. 3. 65: - ποιητ. τις τύπος: ἀγείρατος ἀναφέρεται ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμ.

English (Autenrieth)

(γέρας): without a gift.

Greek Monotonic

ἀγέραστος: -ον (γέρας), αυτός που δεν έχει λάβει βραβείο ή έπαθλο τιμής, αυτός που δεν έχει βραβευθεί, που δεν έχει ανταμειφθεί, αυτός που δεν έχει λάβει ανταπόδοση, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγέραστος:
1) оставшийся без награды, ненагражденный Hom., Hes., Luc.;
2) не почтенный дарами, заброшенный, забытый (τύμβος Eur.);
3) оставленный без почестей (ὄνομα Eur.; γένος Plut.).

Middle Liddell

γέρας
without a gift of honour, unrecompensed, unrewarded, Il., Eur.