ἀνάπνευσις: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἀμπ- Q.S.11.438<br /><b class="num">I</b> [[respiro]], [[reposo]] πολέμοιο <i>Il</i>.11.801, 16.43, Q.S.l.c., οὐδέ τις ἦεν [[ἀνάπνευσις]] μογέοντι A.R.2.474.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[inspiración]], [[acción de inspirar]] op. [[ἔκπνευσις]] Arist.<i>HA</i> 492<sup>b</sup>8<br /><b class="num">•</b>medic. [[inhalación]] ἀ. ποιέειν Hp.<i>Morb</i>.3.3.<br /><b class="num">2</b> [[respiración]] ἡ [[ἀνάπνευσις]] ψόφον τινὰ παρέχει Arist.<i>Pr</i>.904<sup>b</sup>12<br /><b class="num">•</b>c. gen. ὕδατος de los peces, Pl.<i>Ti</i>.92b, τοῦ ἀέρος M.Ant.6.15. | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἀμπ- Q.S.11.438<br /><b class="num">I</b> [[respiro]], [[reposo]] πολέμοιο <i>Il</i>.11.801, 16.43, Q.S.l.c., οὐδέ τις ἦεν [[ἀνάπνευσις]] μογέοντι A.R.2.474.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[inspiración]], [[acción de inspirar]] op. [[ἔκπνευσις]] Arist.<i>HA</i> 492<sup>b</sup>8<br /><b class="num">•</b>medic. [[inhalación]] ἀ. ποιέειν Hp.<i>Morb</i>.3.3.<br /><b class="num">2</b> [[respiración]] ἡ [[ἀνάπνευσις]] ψόφον τινὰ παρέχει Arist.<i>Pr</i>.904<sup>b</sup>12<br /><b class="num">•</b>c. gen. ὕδατος de los peces, Pl.<i>Ti</i>.92b, τοῦ ἀέρος M.Ant.6.15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de reprendre haleine, de se reposer de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναπνέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάπνευσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναπνέω]]) [[ἀνάκτησις]] ἀναπνοῆς, ἀνακούρισις, [[ἀνάπαυλα]] ἀπό…, ὀλίγη δὲ τ’ [[ἀνάπνευσις]] πολέμοιο Ἰλ. Δ. 801, Π. 43, ΙΙ. [[εἰσπνοή]], Πλάτ. Τίμ. 92B· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἔκπνευσις]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 7. | |lstext='''ἀνάπνευσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναπνέω]]) [[ἀνάκτησις]] ἀναπνοῆς, ἀνακούρισις, [[ἀνάπαυλα]] ἀπό…, ὀλίγη δὲ τ’ [[ἀνάπνευσις]] πολέμοιο Ἰλ. Δ. 801, Π. 43, ΙΙ. [[εἰσπνοή]], Πλάτ. Τίμ. 92B· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἔκπνευσις]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 7. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 12:00, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A recovery of breath: respite from, ὀλίγη δέ τ' ἀνάπνευσις πολέμοιο Il.11.801, 16.43. II breathing in, ὕδατος, of fishes, Pl. Ti.92b; inhalation, opp. ἔκπνευσις, Arist.HA492b8.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): poét. ἀμπ- Q.S.11.438
I respiro, reposo πολέμοιο Il.11.801, 16.43, Q.S.l.c., οὐδέ τις ἦεν ἀνάπνευσις μογέοντι A.R.2.474.
II 1inspiración, acción de inspirar op. ἔκπνευσις Arist.HA 492b8
•medic. inhalación ἀ. ποιέειν Hp.Morb.3.3.
2 respiración ἡ ἀνάπνευσις ψόφον τινὰ παρέχει Arist.Pr.904b12
•c. gen. ὕδατος de los peces, Pl.Ti.92b, τοῦ ἀέρος M.Ant.6.15.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de reprendre haleine, de se reposer de.
Étymologie: ἀναπνέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπνευσις: -εως, ἡ, (ἀναπνέω) ἀνάκτησις ἀναπνοῆς, ἀνακούρισις, ἀνάπαυλα ἀπό…, ὀλίγη δὲ τ’ ἀνάπνευσις πολέμοιο Ἰλ. Δ. 801, Π. 43, ΙΙ. εἰσπνοή, Πλάτ. Τίμ. 92B· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἔκπνευσις, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 7.
English (Autenrieth)
(ἀναπνέω): recovering of breath, respite; πολέμοιο, ‘from fighting.’ (Il.)
Greek Monolingual
ἀνάπνευσις (-εως), η (Α)
1. ανάκτηση της αναπνοής, ανακούφιση, ανάπαυλα
2. αναπνοή
3. εισπνοή (αντίθ. του ἔκπνευσις).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναπνεύσιμος].
Greek Monotonic
ἀνάπνευσις: -εως, ἡ (ἀναπνέω), ανάκτηση της αναπνοής, ανακούφιση, ανάπαυλα από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπνευσις: εως ἡ
1) вдыхание, вдох Plat., Arst.;
2) передышка, отдых (ὀλίγη ἀ. πολέμοιο Hom.).
Middle Liddell
ἀναπνέω
recovery of breath, respite from a thing, c. gen., Il.