ἀμφιθέω: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0139.png Seite 139]] (s. θέω), im Kreise umlaufen, Od. 10, 413 von stälbern ἀμφιθέουσιν μητέρας, Iliad. 6, 238 ἀμφ' ἄρα μιν Τρώων ἄλοχοι θέον ἠδὲ θύγατρες; – [[νόος]] οἱ ἀμφιθέει, Verstand umgiebt ihn, d. h. er hat Verstand, Mosch. 2, 107. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0139.png Seite 139]] (s. θέω), im Kreise umlaufen, Od. 10, 413 von stälbern ἀμφιθέουσιν μητέρας, Iliad. 6, 238 ἀμφ' ἄρα μιν Τρώων ἄλοχοι θέον ἠδὲ θύγατρες; – [[νόος]] οἱ ἀμφιθέει, Verstand umgiebt ihn, d. h. er hat Verstand, Mosch. 2, 107. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. non contracte</i>;<br />courir autour de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[θέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιθέω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., [[περιτρέχω]], ἀμφιθέουσι μητέρας Ὀδ. Κ. 413: - [[ὡσαύτως]] μ. δοτ., [[νόος]] δέ οἱ … [[αἴσιμος]] ἀμφιθέει, διανοήματα ὀρθὰ περιβάλλουσιν αὐτόν, δηλ. ἔχει νοῦν ὑγιᾶ, Μόσχ. 2. 107. | |lstext='''ἀμφιθέω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., [[περιτρέχω]], ἀμφιθέουσι μητέρας Ὀδ. Κ. 413: - [[ὡσαύτως]] μ. δοτ., [[νόος]] δέ οἱ … [[αἴσιμος]] ἀμφιθέει, διανοήματα ὀρθὰ περιβάλλουσιν αὐτόν, δηλ. ἔχει νοῦν ὑγιᾶ, Μόσχ. 2. 107. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 11:55, 2 October 2022
English (LSJ)
generally pres., run round about, ἀμφιθέουσι μητέρας Od. 10.413: c. dat., νόος δέ οἱ αἴσιμος ἀμφιθέει right mind surrounds him, Mosch.2.107: impf. ἀμφιθέεσκεν Q.S.5.371.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. ἀμφιθέεσκεν Q.S.5.371]
1 correr alrededor de c. ac. μητέρας Od.10.413, ἠελίου τὸν Σκορπίον ἀμφιθέοντος Orph.Fr.285.39
•abs. correr dando vueltas en todas direcciones Q.S.l.c., ἄνθεος αὐγή Paul.Sil.Ambo 99.
2 fig. circundar c. dat. νόος δέ οἱ ... αἴσιμος ἀμφιθέει Mosch.2.107.
German (Pape)
[Seite 139] (s. θέω), im Kreise umlaufen, Od. 10, 413 von stälbern ἀμφιθέουσιν μητέρας, Iliad. 6, 238 ἀμφ' ἄρα μιν Τρώων ἄλοχοι θέον ἠδὲ θύγατρες; – νόος οἱ ἀμφιθέει, Verstand umgiebt ihn, d. h. er hat Verstand, Mosch. 2, 107.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. non contracte;
courir autour de, acc..
Étymologie: ἀμφί, θέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιθέω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., περιτρέχω, ἀμφιθέουσι μητέρας Ὀδ. Κ. 413: - ὡσαύτως μ. δοτ., νόος δέ οἱ … αἴσιμος ἀμφιθέει, διανοήματα ὀρθὰ περιβάλλουσιν αὐτόν, δηλ. ἔχει νοῦν ὑγιᾶ, Μόσχ. 2. 107.
English (Autenrieth)
run about, with acc., Od. 10.413†.
Greek Monolingual
ἀμφιθέω (ΑΜ)
1. τρέχω ολόγυρα
2. περιστοιχίζω, περιβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θέω].
Greek Monotonic
ἀμφιθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω εδώ και εκεί, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιθέω: бегать или резвиться вокруг (πόριες ἀμφιθέουσιν μητέρας Hom.).