Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναγκαστός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[obligado]], [[forzado]] de pers., Hdt.6.58, D.C.36.53.4, στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24, τροφή Aristid.<i>Or</i>.47.59.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[a la fuerza]] Pl.<i>Ax</i>.366a, 1<i>Ep.Petr</i>.5.2, I.<i>AI</i> 18.37, Cyr.H.<i>Catech</i>.4.34.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[obligado]], [[forzado]] de pers., Hdt.6.58, D.C.36.53.4, στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24, τροφή Aristid.<i>Or</i>.47.59.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[a la fuerza]] Pl.<i>Ax</i>.366a, 1<i>Ep.Petr</i>.5.2, I.<i>AI</i> 18.37, Cyr.H.<i>Catech</i>.4.34.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />contraint, forcé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναγκάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναγκαστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ἀναγκαζόμενος, ὁ ἐκτελῶν τι [[ἐναντίον]] τῆς θελήσεώς του, ἀναγκαστοὺς εἰς τὸ [[κῆδος]] ἰέναι Ἡρόδ. 6. 58· ἀναγκαστοὶ στρατεύοντες, χωρὶς αὐτοὶ νά θέλουν, Θουκ. 7. 58, πρβλ. 8. 24. ‒ Ἐπίρρ. -τῶς Πλάτ. Ἀξ. 366Α.
|lstext='''ἀναγκαστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ἀναγκαζόμενος, ὁ ἐκτελῶν τι [[ἐναντίον]] τῆς θελήσεώς του, ἀναγκαστοὺς εἰς τὸ [[κῆδος]] ἰέναι Ἡρόδ. 6. 58· ἀναγκαστοὶ στρατεύοντες, χωρὶς αὐτοὶ νά θέλουν, Θουκ. 7. 58, πρβλ. 8. 24. ‒ Ἐπίρρ. -τῶς Πλάτ. Ἀξ. 366Α.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />contraint, forcé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναγκάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγκαστός Medium diacritics: ἀναγκαστός Low diacritics: αναγκαστός Capitals: ΑΝΑΓΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anankastós Transliteration B: anankastos Transliteration C: anagkastos Beta Code: a)nagkasto/s

English (LSJ)

ή, όν, forced, constrained, Hdt.6.58; ἀ. στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24; ἀ. τροφή Aristid.Or.47 (23).59. Adv. -τῶς Pl.Ax.366a; opp. ἑκουσίως, 1 Ep.Pet.5.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 obligado, forzado de pers., Hdt.6.58, D.C.36.53.4, στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24, τροφή Aristid.Or.47.59.
2 adv. -ῶς a la fuerza Pl.Ax.366a, 1Ep.Petr.5.2, I.AI 18.37, Cyr.H.Catech.4.34.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
contraint, forcé.
Étymologie: ἀναγκάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγκαστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ἀναγκαζόμενος, ὁ ἐκτελῶν τι ἐναντίον τῆς θελήσεώς του, ἀναγκαστοὺς εἰς τὸ κῆδος ἰέναι Ἡρόδ. 6. 58· ἀναγκαστοὶ στρατεύοντες, χωρὶς αὐτοὶ νά θέλουν, Θουκ. 7. 58, πρβλ. 8. 24. ‒ Ἐπίρρ. -τῶς Πλάτ. Ἀξ. 366Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό
ἀναγκαστός, -ή, -όν) ἀναγκάζω
αυτός που κάνει κάτι βιαστικά, ο βιαστικός
αρχ.
αυτός που εξαναγκάζεται, που πιέζεται να κάνει κάτι.

Greek Monotonic

ἀναγκαστός: -ή, -όν (ἀναγκάζω), εξαναγκαστικός, επιβαλλόμενος δια της βίας, σε Ηρόδ.· ἀν. στρατεύειν, υποχρεωμένος να συμμετάσχει στο στρατό, να υπηρετήσει στρατιωτική θητεία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναγκαστός: вынужденный, принужденный Her.: ἐκ καταλόγου ἀναγκαστοί Thuc. внесенные в список военнообязанных.

Middle Liddell

ἀναγκάζω
forced, constrained, Hdt.; ἀν. στρατεύειν pressed into the service, Thuc.