ἀοργησία: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] ἡ, das nicht in Zorn Gerathen, Zornlosigkeit, Arist. Nic. Eth. 2, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] ἡ, das nicht in Zorn Gerathen, Zornlosigkeit, Arist. Nic. Eth. 2, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />calme <i>ou</i> égalité de l'âme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀόργητος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀοργησία''': ἡ, ἡ παντελὴς [[ἔλλειψις]] ὀργῆς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ὀργιλότης]], ἡ δὲ [[ἔλλειψις]] [ὀργῆς], εἴτ’ [[ἀοργησία]] τις ἐστὶν εἴθ’ ὅ,τι [[δήποτε]], ψέγεται, οἱ γὰρ μὴ ὀργιζόμενοι ἐφ’ οἷς δεῖ ἠλίθιοι δοκοῦσιν [[εἶναι]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 5: ― Ἐπὶ καλῆς σημασίας, Πλούτ., [[ὅστις]] καὶ ἔγραψε πραγματείαν περὶ ἀοργησίας. | |lstext='''ἀοργησία''': ἡ, ἡ παντελὴς [[ἔλλειψις]] ὀργῆς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ὀργιλότης]], ἡ δὲ [[ἔλλειψις]] [ὀργῆς], εἴτ’ [[ἀοργησία]] τις ἐστὶν εἴθ’ ὅ,τι [[δήποτε]], ψέγεται, οἱ γὰρ μὴ ὀργιζόμενοι ἐφ’ οἷς δεῖ ἠλίθιοι δοκοῦσιν [[εἶναι]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 5: ― Ἐπὶ καλῆς σημασίας, Πλούτ., [[ὅστις]] καὶ ἔγραψε πραγματείαν περὶ ἀοργησίας. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, a defect in the passion of anger, 'lack of gall', Arist. EN1108a8, cf. 1126a3:—in good sense, Plu., who wrote a treatise περὶ ἀοργησίας, cf. Nic.Dam.p.150 D., Andronic.Rhod.p.575 M., Gal. 5.30.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 indiferencia, falta de pasión, pasividad en sent. peyor. ἔστιν οὖν ἡ πραότης ἀνὰ μέσον ὀργιλότητος καὶ ἀοργησίας Arist.MM 1191b25, cf. EN 1108a8, 1126a3.
2 calma, dominio de la pasión, dominio de la ira περὶ ἀοργησίας tít. de una obra de Plutarco, Plu.2.452d, cf. Nic.Dam.103w., Andronic.Rhod.p.575, Gal.5.30, Ath.Al.M.26.869B.
German (Pape)
[Seite 272] ἡ, das nicht in Zorn Gerathen, Zornlosigkeit, Arist. Nic. Eth. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
calme ou égalité de l'âme.
Étymologie: ἀόργητος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀοργησία: ἡ, ἡ παντελὴς ἔλλειψις ὀργῆς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὀργιλότης, ἡ δὲ ἔλλειψις [ὀργῆς], εἴτ’ ἀοργησία τις ἐστὶν εἴθ’ ὅ,τι δήποτε, ψέγεται, οἱ γὰρ μὴ ὀργιζόμενοι ἐφ’ οἷς δεῖ ἠλίθιοι δοκοῦσιν εἶναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 5: ― Ἐπὶ καλῆς σημασίας, Πλούτ., ὅστις καὶ ἔγραψε πραγματείαν περὶ ἀοργησίας.
Greek Monolingual
ἀοργησία, η (AM) αόργητος
η συγκράτηση της οργής, η ψυχραιμία, η πραότητα
αρχ.
πλήρης έλλειψη οργής.
Greek Monotonic
ἀοργησία: ἡ, έλλειψη του ψυχικού πάθους της οργής, παντελής απουσία οργής, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἀοργησία: ἡ незлобивость, душевная невозмутимость Arst., Plut.
Middle Liddell
[from ἀόργητος
a defect in the passion of anger, "lack of gall", Arist.