ἀποχαλάω: Difference between revisions
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0336.png Seite 336]] (s. [[χαλάω]]), nachlassen, τὴν φροντίδα Ar. Nubb. 752; Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0336.png Seite 336]] (s. [[χαλάω]]), nachlassen, τὴν φροντίδα Ar. Nubb. 752; Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />relâcher.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[χαλάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποχᾰλάω''': μέλλ. -άσω [ᾰ], χαλαρώνω καὶ ἀφίνω, ἀποχάλα τὴν φροντίδ’ εἰς τὸν ἀέρα, λινόδετον [[ὥσπερ]] μηλολόνθην τοῦ ποδός, (ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν ἔτι τὰ [[παιδία]] ἐν Κυζίκῳ καὶ [[πολλαχοῦ]] τῆς Ἑλλάδος) Ἀριστοφ. Νεφ. 762· ἑαυτὸν δὲ πως ἀποχαλάσας ἀναπληρώσει Πλούτ. 2. 655Β. | |lstext='''ἀποχᾰλάω''': μέλλ. -άσω [ᾰ], χαλαρώνω καὶ ἀφίνω, ἀποχάλα τὴν φροντίδ’ εἰς τὸν ἀέρα, λινόδετον [[ὥσπερ]] μηλολόνθην τοῦ ποδός, (ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν ἔτι τὰ [[παιδία]] ἐν Κυζίκῳ καὶ [[πολλαχοῦ]] τῆς Ἑλλάδος) Ἀριστοφ. Νεφ. 762· ἑαυτὸν δὲ πως ἀποχαλάσας ἀναπληρώσει Πλούτ. 2. 655Β. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:35, 2 October 2022
English (LSJ)
slack away, ἀποχάλα τὴν φροντίδ' ἐς τὸν ἀέρα λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός Ar.Nu.762; ἑαυτὸν ἀ. Plu.2.655b(s.v.l.).
Spanish (DGE)
soltar, dejar libre, relajar τὴν φροντίδα Ar.Nu.762, ἐαυτὸν ... ἀποχαλάσας Plu.2.655b (cj. ap. crít.), tb. en v. med. (τὸ νεῦρον) ἀποχαλᾶσθαι καὶ συστρέφεσθαι Gal.18(1).736.
German (Pape)
[Seite 336] (s. χαλάω), nachlassen, τὴν φροντίδα Ar. Nubb. 752; Plut.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
relâcher.
Étymologie: ἀπό, χαλάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχᾰλάω: μέλλ. -άσω [ᾰ], χαλαρώνω καὶ ἀφίνω, ἀποχάλα τὴν φροντίδ’ εἰς τὸν ἀέρα, λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, (ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν ἔτι τὰ παιδία ἐν Κυζίκῳ καὶ πολλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος) Ἀριστοφ. Νεφ. 762· ἑαυτὸν δὲ πως ἀποχαλάσας ἀναπληρώσει Πλούτ. 2. 655Β.
Greek Monotonic
ἀποχᾰλάω: μέλ. -άσω [ᾰ], χαλαρώνω και αφήνω ένα σχοινί· ἀποχάλα τὴν φροντίδα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποχᾰλάω: давать волю, отпускать на свободу (τὴν φροντίδα Arph.; ἑαυτόν Plut.).