ἐλλειπτικός: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0800.png Seite 800]] ή, όν, dasselbe, elliptisch, Eust. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0800.png Seite 800]] ή, όν, dasselbe, elliptisch, Eust. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐλλειπτικός:''' грам. эллиптический, недостаточный, неполный. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐλλειπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ελλειπτικά ονόματα» — τα ονόματα που απαντούν μόνο σε ένα αριθμό (π.χ. τα [[Χριστούγεννα]], ο [[άργυρος]], τα [[μεσάνυχτα]], ο [[νότος]]) ή σε ένα αριθμό και ορισμένες μόνο πτώσεις (η [[θέμις]], το [[σέβας]], αλλήλους <b>κ.ά.</b>)<br /><b>2.</b> «ελλειπτικά ρήματα» — όσα δεν σχηματίζουν όλους τους χρόνους από το ίδιο [[θέμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει [[σχήμα]] έλλειψης, ο [[ελλειψοειδής]]<br /><b>2.</b> (για φράσεις, ύφος του λόγου ή της ερμηνείας <b>κ.λπ.</b>) αυτός που συνειδητά και περίτεχνα πολλές φορές παραλείπει ό,τι θεωρεί περιττό και εκφράζεται με αποτελεσματική [[βραχυλογία]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐλλειπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ελλειπτικά ονόματα» — τα ονόματα που απαντούν μόνο σε ένα αριθμό (π.χ. τα [[Χριστούγεννα]], ο [[άργυρος]], τα [[μεσάνυχτα]], ο [[νότος]]) ή σε ένα αριθμό και ορισμένες μόνο πτώσεις (η [[θέμις]], το [[σέβας]], αλλήλους <b>κ.ά.</b>)<br /><b>2.</b> «ελλειπτικά ρήματα» — όσα δεν σχηματίζουν όλους τους χρόνους από το ίδιο [[θέμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει [[σχήμα]] έλλειψης, ο [[ελλειψοειδής]]<br /><b>2.</b> (για φράσεις, ύφος του λόγου ή της ερμηνείας <b>κ.λπ.</b>) αυτός που συνειδητά και περίτεχνα πολλές φορές παραλείπει ό,τι θεωρεί περιττό και εκφράζεται με αποτελεσματική [[βραχυλογία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, in Gramm., A elliptic, defective, σχῆμα Eust.66.24, cf. A.D.Conj.226.20: c.gen., τῶν μορίων Id.Synt. 141.14. Adv. -κῶς Phlp.in APr.316.30, Eust.1080.17. b summary, brief, Gal.15.796. Adv. -κῶς Id.18(1).881.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1gram., lit. abreviado, elíptico, sucinto λόγος A.D.Coni.226.20, σχῆμα Eust.66.44, 319.35, κατὰ τὸν ἐλλειπτικὸν τρόπον ... γεγραμμένα Gal.15.796, c. gen. τῶν προκειμένων μορίων A.D.Synt.141.15, αἱ προθέσεις ἐλλειπτικαί εἰσι τῶν ῥημάτων EM 357.38G.
•de un autor cuya obra está falta de, que no utiliza c. dat. limitativo ἐ. γάρ ἐστι τοῖς ἄρθροις ὁ ποιητής Sch.Er.Il.2.665.
2 geom., astr. en forma de elipse, elíptico subst. τὰ ἐλλειπτικά órbitas elípticas Eust.1397.14, cf. tb. ἐκλειπτικός.
III adv. -ῶς
1 gram. sucinta, compendiosamente εἴρηται ... τελέως καὶ σαφῶς ... ὡς νῦν οὐκ ἐ. Gal.18(2).881.
2 ret. por medio de elipsis, elípticamente τινὲς ... τῶν προτεινομένων συλλογισμῶν ἐ. εἰρημένοι Phlp.in APr.316.30, cf. Sch.A.Th.466-7a, Eust.1080.17.
German (Pape)
[Seite 800] ή, όν, dasselbe, elliptisch, Eust.
Russian (Dvoretsky)
ἐλλειπτικός: грам. эллиптический, недостаточный, неполный.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλειπτικός: -ή, -όν, παρὰ Γραμματικοῖς ὁ ἔχων ἔλλειψιν, στερούμενος τύπων τινῶν, ἐλλιπής, ἀτελής, Εὐστ. 66. 24. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἴδε ἔλλειψις.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐλλειπτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις
2. φρ. α) «ελλειπτικά ονόματα» — τα ονόματα που απαντούν μόνο σε ένα αριθμό (π.χ. τα Χριστούγεννα, ο άργυρος, τα μεσάνυχτα, ο νότος) ή σε ένα αριθμό και ορισμένες μόνο πτώσεις (η θέμις, το σέβας, αλλήλους κ.ά.)
2. «ελλειπτικά ρήματα» — όσα δεν σχηματίζουν όλους τους χρόνους από το ίδιο θέμα
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει σχήμα έλλειψης, ο ελλειψοειδής
2. (για φράσεις, ύφος του λόγου ή της ερμηνείας κ.λπ.) αυτός που συνειδητά και περίτεχνα πολλές φορές παραλείπει ό,τι θεωρεί περιττό και εκφράζεται με αποτελεσματική βραχυλογία.