ἐναπολαμβάνω: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0828.png Seite 828]] (s. [[λαμβάνω]]), darin einschließen; εἰς τὸ [[μέσον]] Plat. Tim. 84 d; ἐν ἀγγείῳ Arist. H. A. 6, 37; pass., ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίκῃ, mit davon ergriffen werden, D. Sic. 1, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0828.png Seite 828]] (s. [[λαμβάνω]]), darin einschließen; εἰς τὸ [[μέσον]] Plat. Tim. 84 d; ἐν ἀγγείῳ Arist. H. A. 6, 37; pass., ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίκῃ, mit davon ergriffen werden, D. Sic. 1, 7. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐναπολαμβάνω:''' [[заключать]], [[помещать]] (εἰς τὸ [[μέσον]] Plat.; [[μῦς]] ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ Arst.): ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίνῃ Diod. быть вовлеченным в общий круговорот. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐναπολαμβάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[εγκλείω]], [[περικλείω]] [[κάπου]] («καὶ δεικνύντες ώς [[ἰσχυρός]] ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῖς κλεψύδραις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[εκμηδενίζω]] με αντίθετη [[επίδραση]]. | |mltxt=[[ἐναπολαμβάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[εγκλείω]], [[περικλείω]] [[κάπου]] («καὶ δεικνύντες ώς [[ἰσχυρός]] ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῖς κλεψύδραις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[εκμηδενίζω]] με αντίθετη [[επίδραση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 3 October 2022
English (LSJ)
A cut off and enclose, intercept, [τὸν ἀέρα] ἐν ταῖς κλεψύδραις Arist.Ph.213a27, cf. Onos.21.5; ἓξ ζῴδια Ph.2.153:— Pass., εἰς τὸ μέσον ἐ. Pl.Ti.84e; (μῦς) ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ Arist. HA580b11; (ἀὴρ) ἐ. Id.Cael.294b27, cf. Pr.868b25, Epicur.Nat.2.993.1; ἐ. τῇ δίνῃ to be involved in it, D.S.1.7. II Astrol., annul by adverse influence, Vett.Val. 112.14 (Pass.).
Spanish (DGE)
I 1confinar, encerrar en, retener dentro (τὸν ἀέρα) ... ἐν ταῖς κλεψύδραις Arist.Ph.213a27, en v. pas. πλεῖον ἢ τὸ προσῆκον πνεῦμα εἰσιὸν ... ἐναπολαμβάνεται Pl.Ti.84e, cf. Arist.Pr.868b25, Cael.294b27, Thphr.CP 2.9.8, (μῦς) ἐν ἀγγείῳ Arist.HA 580b11, τὰ ἐντ[ὸς] ἐναπειλημμένα ἔνδοθεν los elementos encerrados dentro Epicur.Fr.[24.19] 4, τὸ ἐναπολαμβανόμενον ὕδωρ Apollon. en Gal.12.659, cf. Gr.Nyss.Hom.in Cant.110.13, ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίνῃ el sol y los astros, D.S.1.7.
2 tomar, recibir, aceptar una argumentación, Phld.Mus.4.34.39, τῶν ἡμισφαιρίων ἑκάτερον ... ἓξ ἐναπολαμβάνει ζῴδια en el zodíaco, Ph.2.153.
II usos téc.
1 geom. interceptar, delimitar una porción de una figura con los contornos exteriores de otra, Archim.Spir.7.
2 astrol., en perf. pas. quedar cercado o interceptado unos planetas por otros de influencia adversa οἱ κυριεύσαντες κλήρου ... ὑπὸ κακοποιῶν ἐναπειλημμένοι Vett.Val.106.33.
3 táct., en v. pas. ser interceptado o envuelto en (οἱ πολέμιοι) ἐναπολήψονται τῷ περιέχοντι κόλπῳ los enemigos serán interceptados con una formación envolvente en forma de media luna, Onas.21.5.
German (Pape)
[Seite 828] (s. λαμβάνω), darin einschließen; εἰς τὸ μέσον Plat. Tim. 84 d; ἐν ἀγγείῳ Arist. H. A. 6, 37; pass., ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίκῃ, mit davon ergriffen werden, D. Sic. 1, 7.
Russian (Dvoretsky)
ἐναπολαμβάνω: заключать, помещать (εἰς τὸ μέσον Plat.; μῦς ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ Arst.): ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίνῃ Diod. быть вовлеченным в общий круговорот.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, ἐμπεριλαμβάνω, Πλάτ. Τίμ. 84D˙ τὸν ἀέρα ἐν ταῖς κλεψύδραις Ἀριστ. Φυσ. 4. 6,3˙ πρβλ. Προβλ. 2. 24. ‒ Παθ., μῦς ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37,1˙ ἀὴρ ἐν. ὁ αὐτ. π. Οὐραν. 2. 13, 17 κ. ἀλλ.˙ ἐναποληφθῆναι τῇ δίνῃ, συμπεριληφθῆναι, Διόδ. 1. 7.
Greek Monolingual
ἐναπολαμβάνω (Α)
1. περιλαμβάνω μέσα σε κάτι, εγκλείω, περικλείω κάπου («καὶ δεικνύντες ώς ἰσχυρός ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῖς κλεψύδραις», Αριστοτ.)
2. παθ. συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι
3. αστρολ. εκμηδενίζω με αντίθετη επίδραση.