κίσηρις: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>mieux que</i> [[κίσσηρις]];<br />pierre ponce.<br />'''Étymologie:''' DELG on suppose un emprunt d'origine inconnue.
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>mieux que</i> [[κίσσηρις]];<br />pierre ponce.<br />'''Étymologie:''' DELG on suppose un emprunt d'origine inconnue.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κίσηρις''': -εως, (Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4, ἀλλὰ -ιδος, Θεόφρ. κατωτ., πρβλ. Χοιροβ. ἐν Θεοδ. σ. 335), , ἐλαφρόπετρα, λατ. pumex, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 4, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 9, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17, Θεοφρ. π. Λίθ. 22, κτλ. ῐ παρὰ τοῖς κωμικοῖς ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 6. 295, [[ὥστε]] ὁ [[τύπος]] κίσσηρις [[εἶναι]] πιθανῶς ἐσφαλμένος.
|elnltext=κίσηρις -εως, ἡ, ook κίσηλις en κίσσηρις, puimsteen.
}}
{{elru
|elrutext='''κίσηρις:''' εως, Luc. [[κίσσηλις]] (κῐ) ἡ пемза Arst., Luc.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κίσηρις:''' [ῑ], -εως και -ιδος, ἡ, [[ελαφρόπετρα]], Λατ. [[pumex]], σε Αριστοφ., Λουκ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''κίσηρις:''' [ῑ], -εως και -ιδος, ἡ, [[ελαφρόπετρα]], Λατ. [[pumex]], σε Αριστοφ., Λουκ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κίσηρις:''' εως, Luc. [[κίσσηλις]] (κῐ) ἡ пемза Arst., Luc.
|lstext='''κίσηρις''': -εως, (Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4, ἀλλὰ -ιδος, Θεόφρ. κατωτ., πρβλ. Χοιροβ. ἐν Θεοδ. σ. 335), , ἐλαφρόπετρα, λατ. pumex, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 4, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 9, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17, Θεοφρ. π. Λίθ. 22, κτλ. ῐ παρὰ τοῖς κωμικοῖς ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 6. 295, [[ὥστε]] ὁ [[τύπος]] κίσσηρις [[εἶναι]] πιθανῶς ἐσφαλμένος.
}}
{{elnl
|elnltext=κίσηρις -εως, , ook κίσηλις en κίσσηρις, puimsteen.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 20:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑ́σηρις Medium diacritics: κίσηρις Low diacritics: κίσηρις Capitals: ΚΙΣΗΡΙΣ
Transliteration A: kísēris Transliteration B: kisēris Transliteration C: kisiris Beta Code: kishris

English (LSJ)

(κίσηλις PHolm.12.11, implied in Luc.Jud.Voc.4), εως (Luc.l.c., -ιδος Thphr. (v. infr.), cf. Choerob.in Theod.1.329 H.), ἡ, pumice-stone, Ar.Fr.320.4, Alex.124.9, Arist.EN1111a13, Thphr.Lap.22, etc. [ῐ in Comm. ll.cc., AP6.295 (Phan.): κίσσηρις is erroneous in Thphr.l.c., Asp.in EN65.4.]

German (Pape)

[Seite 1442] εως, ἡ, u. ä., f. κίσσηρις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
mieux que κίσσηρις;
pierre ponce.
Étymologie: DELG on suppose un emprunt d'origine inconnue.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίσηρις -εως, ἡ, ook κίσηλις en κίσσηρις, puimsteen.

Russian (Dvoretsky)

κίσηρις: εως, Luc. κίσσηλις (κῐ) ἡ пемза Arst., Luc.

Greek Monotonic

κίσηρις: [ῑ], -εως και -ιδος, ἡ, ελαφρόπετρα, Λατ. pumex, σε Αριστοφ., Λουκ. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

κίσηρις: -εως, (Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4, ἀλλὰ -ιδος, Θεόφρ. κατωτ., πρβλ. Χοιροβ. ἐν Θεοδ. σ. 335), ἡ, ἐλαφρόπετρα, λατ. pumex, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 4, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 9, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17, Θεοφρ. π. Λίθ. 22, κτλ. ῐ παρὰ τοῖς κωμικοῖς ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 6. 295, ὥστετύπος κίσσηρις εἶναι πιθανῶς ἐσφαλμένος.

Frisk Etymological English

-εως, -ιδος
Grammatical information: f.
Meaning: pumice-stone (Ar., Arist., Thphr.).
Other forms: also κίσηλις (pap., Luc.).
Derivatives: κισήριον (EM), κισηρο-ειδής and κισηρώδης like p. (Diog. Apoll., hell.); κισηρόομαι be changed into p. (Thphr.), -ρίζω make smooth with p. (Nic. Dam.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained foreign word; on the matter cf. Schrader-Nehring Reallex. 1, 146. Fur. 117 compares γίσσα and Caucasian (and Basque) forms. No doubt Pre-Greek.

Middle Liddell

κῑ́σηρις, εως
the pumice-stone, Lat. pumex, Arist., Luc. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

κίσηρις: -εως, -ιδος
{kísēris}
Forms: auch κίσηλις (Pap., Luk.)
Grammar: f.
Meaning: Bimsstein (Ar., Arist., Thphr., Pap.),
Derivative: mit κισήριον (EM), κισηροειδής und κισηρώδης bimssteinähnlich (Diog. Apoll., hell. u. spät); κισηρόομαι in Bimsstein verwandelt werden (Thphr.), -ρίζω mit Bimsstein glätten (Nik. Dam.).
Etymology: Unerklärtes Fremdwort; zur Sache vgl. Schrader-Nehring Reallex. 1, 146.
Page 1,858