διατινάσσω: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> διετίναξα;<br />secouer en tous sens : [[κάρα]] δ. [[ἄνω]] [[κάτω]] EUR faire de la tête des signes véhéments.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τινάσσω]]. | |btext=<i>ao.</i> διετίναξα;<br />secouer en tous sens : [[κάρα]] δ. [[ἄνω]] [[κάτω]] EUR faire de la tête des signes véhéments.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τινάσσω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-τινάσσω hevig doen schudden, verbrijzelen, ook in tmes.:. ἐπὴν σχεδίην... διὰ κῦμα τινάξῃ toen een golf het vlot verbrijzeld had Od. 5.363; κάρα διετίναξ’ ἄνω κάτω hij schudde zijn hoofd op en neer Eur. IT 282. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διατῐνάσσω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[расшатывать]], [[разносить в щепы]] ([[σχεδίην]] Hom. - in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur.; πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[качать]], [[мотать]] ([[κάρα]] [[ἄνω]] [[κάτω]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διατῐνάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τινάζω]] [[δυνατά]], [[συντρίβω]] τινάζοντας, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· Μέσ. μέλ. με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κουνώ]] με [[βία]], [[αναταράζω]] με [[δύναμη]], στον ίδ. | |lsmtext='''διατῐνάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τινάζω]] [[δυνατά]], [[συντρίβω]] τινάζοντας, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· Μέσ. μέλ. με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κουνώ]] με [[βία]], [[αναταράζω]] με [[δύναμη]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[shake]] [[asunder]], [[shake]] to pieces, Od., Eur.:—fut. mid. in [[pass]]. [[sense]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[shake]] [[violently]], Eur. | |mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[shake]] [[asunder]], [[shake]] to pieces, Od., Eur.:—fut. mid. in [[pass]]. [[sense]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[shake]] [[violently]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 2 October 2022
English (LSJ)
A shake asunder, shake to pieces, ἐπὴν σχεδίην… διὰ κῦμα τινάξῃ Od.5.363; τὰ δώματα E.Ba.606: fut. Med. in pass. sense, ib.587 (lyr.). II shake violently, κάρα δ. ἄνω κάτω Id.IT282; shake out, στρώματα Hierocl.p.63A.
Spanish (DGE)
(διατῐνάσσω) 1 tr. en v. act. sacudir violentamente hasta deshacer, hacer tambalearse ἐπὴν σχεδίην ... διὰ κῦμα τινάξῃ Od.5.363 (tm.), δῶμα E.Ba.606, en v. pas. τὰ Πενθέως μέλαθρα διατινάξεται el palacio de Penteo será destruido E.Ba.587
•gener. agitar, sacudir κάρα ... ἄνω κάτω E.IT 282, στρώματα Hierocl.Exc.63.20, cf. Aristo Phil.13.3, Alciphr.4.19.2, Heb.Ib.16.12, en v. pas. πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plu.2.321e
•por ext. tañer ταῖς χερσὶ τὰς χορδάς Ach.Tat.1.5.4.
2 intr. en v. med.-pas. agitarse, moverse al bailar, Aq.2Re.6.16, (νοσῶν) ἔφη ... διατετινάχθαι (el enfermo) dijo que sufría convulsiones Aesop.180.
German (Pape)
[Seite 607] durch-, hin- u. herschütteln; ἄνω κάτω Eur. I. T. 282; δῶμα Bacch. 606; διατετινάχθαι Aesop. 43; – auseinander schütteln, zertrümmern, σχεδίην Od. 5, 363, in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur. Bacch. 587.
French (Bailly abrégé)
ao. διετίναξα;
secouer en tous sens : κάρα δ. ἄνω κάτω EUR faire de la tête des signes véhéments.
Étymologie: διά, τινάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τινάσσω hevig doen schudden, verbrijzelen, ook in tmes.:. ἐπὴν σχεδίην... διὰ κῦμα τινάξῃ toen een golf het vlot verbrijzeld had Od. 5.363; κάρα διετίναξ’ ἄνω κάτω hij schudde zijn hoofd op en neer Eur. IT 282.
Russian (Dvoretsky)
διατῐνάσσω:
1) расшатывать, разносить в щепы (σχεδίην Hom. - in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur.; πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plut.);
2) качать, мотать (κάρα ἄνω κάτω Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
διατῐνάσσω: μέλλ. -ξω, τινάσσω δυνατά, τινάσσων συντρίβω, ἐπὴν σχεδίην… διὰ κῦμα τινάξῃ Ὀδ. Ε. 363· τά δώματα Εὐρ. Βάκχ. 600· μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημασ., αὐτόθι 588. ΙΙ. κινῶ μετὰ βίας, κάρα δ. ἄνω κάτω ὁ αὐτ. Ι. Τ. 282.
Greek Monolingual
διατινάσσω (Α)
1. τινάσσω ισχυρά, συντρίβω τινάζοντας
2. σείω, κινώ βίαια.
Greek Monotonic
διατῐνάσσω: μέλ. -ξω,
I. τινάζω δυνατά, συντρίβω τινάζοντας, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, στον ίδ.
II. κουνώ με βία, αναταράζω με δύναμη, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to shake asunder, shake to pieces, Od., Eur.:—fut. mid. in pass. sense, Eur.
II. to shake violently, Eur.