θύραυλος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θύρ-αυλος, ον [[αὐλή]]<br />[[living]] out of doors, Hesych.
|mdlsjtxt=θύρ-αυλος, ον [[αὐλή]]<br />[[living]] out of doors, Hesych.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=πού ζεῖ στό ὕπαιθρο). Σύνθετο ἀπό τό [[θύρα]] + [[αὐλή]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη [[θύρα]].
}}
}}

Revision as of 15:20, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠραυλος Medium diacritics: θύραυλος Low diacritics: θύραυλος Capitals: ΘΥΡΑΥΛΟΣ
Transliteration A: thýraulos Transliteration B: thyraulos Transliteration C: thyravlos Beta Code: qu/raulos

English (LSJ)

(proparox.), ον, living out of doors, of shepherds, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1227] außer dem Hause, im Freien die Zeit zubringend, bleibend, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit en plein air (berger).
Étymologie: θύρα, αὐλή.

Greek (Liddell-Scott)

θύραυλος: -ον, (αὐλὴ) αὐλιζόμενος ἐν ὑπαίθρῳ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θύραυλος, -ον (Α)
αυτός που αυλίζεται στο ύπαιθρο, που διαμένει στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -αυλος (< αυλή), πρβλ. μέσαυλος, όμαυλος].

Greek Monotonic

θύραυλος: -ον (αὐλή), αυτός που διαμένει στο ύπαιθρο, σε Ησύχ.

Middle Liddell

θύρ-αυλος, ον αὐλή
living out of doors, Hesych.

Mantoulidis Etymological

(=πού ζεῖ στό ὕπαιθρο). Σύνθετο ἀπό τό θύρα + αὐλή. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη θύρα.