Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζῳογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />sculpteur, statuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[γλύφω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />sculpteur, statuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[γλύφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ζῳογλύφος''': ὁ, [[γλύπτης]] ζῴων, Ἀνθ. Π. 12. 56, 57.
|elnltext=ζῳογλύφος -ου, ὁ [ζῷον, γλύφω] beeldhouwer.
}}
{{elru
|elrutext='''ζῳογλύφος:''' (ῠ) ваятель, скульптор Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ζῳογλύφος:''' [ῠ], ὁ ([[γλύφω]]), [[γλύπτης]] που απεικονίζει με τη [[σμίλη]] του θέματα παρμένα από τη [[φύση]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ζῳογλύφος:''' [ῠ], ὁ ([[γλύφω]]), [[γλύπτης]] που απεικονίζει με τη [[σμίλη]] του θέματα παρμένα από τη [[φύση]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζῳογλύφος:''' (ῠ) ваятель, скульптор Anth.
|lstext='''ζῳογλύφος''': ὁ, [[γλύπτης]] ζῴων, Ἀνθ. Π. 12. 56, 57.
}}
{{elnl
|elnltext=ζῳογλύφος -ου, ὁ [ζῷον, γλύφω] beeldhouwer.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζῳο-γλῠ́φος, ὁ, [[γλύφω]]<br />a [[sculptor]], Anth.
|mdlsjtxt=ζῳο-γλῠ́φος, ὁ, [[γλύφω]]<br />a [[sculptor]], Anth.
}}
}}

Revision as of 20:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳογλύφος Medium diacritics: ζῳογλύφος Low diacritics: ζωογλύφος Capitals: ΖΩΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: zōioglýphos Transliteration B: zōoglyphos Transliteration C: zooglyfos Beta Code: zw|oglu/fos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, sculptor, AP12.56 (Mel.), 57 (Id.); cf. ζωγλύφος.

German (Pape)

[Seite 1143] ὁ, Bildschnitzer, Bildhauer, Mel. 11. 12 (XII, 56. 57).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sculpteur, statuaire.
Étymologie: ζωός, γλύφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳογλύφος -ου, ὁ [ζῷον, γλύφω] beeldhouwer.

Russian (Dvoretsky)

ζῳογλύφος: (ῠ) ὁ ваятель, скульптор Anth.

Greek Monolingual

ο (Α ζωογλύφος)
γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονογλύφος, τοκογλύφος].

Greek Monotonic

ζῳογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύφω), γλύπτης που απεικονίζει με τη σμίλη του θέματα παρμένα από τη φύση, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳογλύφος: ὁ, γλύπτης ζῴων, Ἀνθ. Π. 12. 56, 57.

Middle Liddell

ζῳο-γλῠ́φος, ὁ, γλύφω
a sculptor, Anth.