γαλαθηνός: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui tète encore, <i>càd</i> tout jeune, tendre, délicat.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], R. θα <i>ou</i> θη, sucer, téter.
|btext=ή, όν :<br />qui tète encore, <i>càd</i> tout jeune, tendre, délicat.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], R. θα <i>ou</i> θη, sucer, téter.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γαλαθηνός]] -ή -όν [[γάλα]], [[θῆσθαι]] melk zuigend, teer, pasgeboren:. νεβροὺς... νεηγενέας γαλαθηνούς pasgeboren, melk zuigende hertjes Od. 4.336.
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλᾰθηνός:''' [[питающийся]] (еще) молоком, грудной; находящийся в младенческом возрасте (νεβροὶ νεηγενέες Hom.; πρόβατα Her.; ὕες Arst.; [[ἄρνες]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γᾰλᾰθηνός:''' -ή, -όν ([[γάλα]], θάω), αυτός που θηλάζει, [[νεαρός]], [[τρυφερός]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· <i>γαλαθηνά</i> (ενν. <i>πρόβατα</i>), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''γᾰλᾰθηνός:''' -ή, -όν ([[γάλα]], θάω), αυτός που θηλάζει, [[νεαρός]], [[τρυφερός]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· <i>γαλαθηνά</i> (ενν. <i>πρόβατα</i>), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλᾰθηνός:''' [[питающийся]] (еще) молоком, грудной; находящийся в младенческом возрасте (νεβροὶ νεηγενέες Hom.; πρόβατα Her.; ὕες Arst.; [[ἄρνες]] Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γάλα]], θάω]<br />sucking, [[young]], [[tender]], Od., Theocr.; γαλαθηνά (sc. πρόβατα), Hdt.
|mdlsjtxt=[[γάλα]], θάω]<br />sucking, [[young]], [[tender]], Od., Theocr.; γαλαθηνά (sc. πρόβατα), Hdt.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γαλαθηνός]] -ή -όν [[γάλα]], [[θῆσθαι]] melk zuigend, teer, pasgeboren:. νεβροὺς... νεηγενέας γαλαθηνούς pasgeboren, melk zuigende hertjes Od. 4.336.
}}
}}

Revision as of 10:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλᾰθηνός Medium diacritics: γαλαθηνός Low diacritics: γαλαθηνός Capitals: ΓΑΛΑΘΗΝΟΣ
Transliteration A: galathēnós Transliteration B: galathēnos Transliteration C: galathinos Beta Code: galaqhno/s

English (LSJ)

ή, όν, sucking, young, tender, νεβροί Od.4.336, cf. Anacr.51; τέκος Simon.52; ἄρνες Theoc.18.41, J.AJ6.2.2; γαλαθηνά (sc. πρόβατα) Hdt.1.183; (sc. χοιρία) opp. τέλεια, Pherecr.44, cf. Hp.Aff.43, SIG1015.32 (Halic., written γαλαθεινός) ; ἀρνῶν καὶ χοίρων Crates Com.1; ὗς Pherecr.28, cf. Arist.HA603b25; βρέφη Clearch.17, cf. Theoc.24.31. (γάλα, θῆσθαι.)

Spanish (DGE)

(γᾰλᾰθηνός) -ή, -όν
• Grafía: graf. -θεινός SIG 1015.32 (Halicarnaso III a.C.)
1 de anim. de leche, lechal νεβροί Od.4.336, cf. Anacr.28.2, πρόβατα Hdt.1.183, ἄρνες καὶ χοῖροι Crates Com.1, cf. Theoc.18.41, LXX Si.46.16, 1Re.7.9, I.AI 6.25, IEryth.207.2, 19 (II a.C.), Gal.17(2).69, Orib.2.68.2, 3, 5, 7, op. τέλεα Pherecr.49, cf. Hp.Aff.43, SIG l.c., ὗς Pherecr.33, cf. Arist.HA 603b25, ἔριφοι PCair.Zen.429.17 (III a.C.), αἶγες Orph.L.219, γ. (δέλφαξ) ἀπὸ γάλακτος lechón, DP 4.46, cf. POxy.3634.15 (V d.C.).
2 de niños lactante, niño de pecho τέκος Simon.48.2, βρέφη Clearch.61, ἦθος Simon.38.8.

German (Pape)

[Seite 470] όν, noch Milch saugend, jung, zart (γάλα – θαώ, θῆσθαι, θήσατο); Hom. zweimal, ἔλαφος νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνούς Odyss. 4, 336. 17, 127; – Anacr. bei Ael. N. A. 5, 39; γαλαθηνά Her. 1, 183; βρέφη, Ath. IX, 396 c, wo Bsple aus comic.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui tète encore, càd tout jeune, tendre, délicat.
Étymologie: γάλα, R. θα ou θη, sucer, téter.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαλαθηνός -ή -όν γάλα, θῆσθαι melk zuigend, teer, pasgeboren:. νεβροὺς... νεηγενέας γαλαθηνούς pasgeboren, melk zuigende hertjes Od. 4.336.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλᾰθηνός: питающийся (еще) молоком, грудной; находящийся в младенческом возрасте (νεβροὶ νεηγενέες Hom.; πρόβατα Her.; ὕες Arst.; ἄρνες Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλαθηνός: -ή, -όν, βυζαίνων, θηλάζων, νέος, τρυφερός, νεβροὶ Ὀδ. Δ. 336· τέκος Σιμων. 20· ἄρνες Θεόκρ. 18. 41· γαλαθηνὰ (ἐνν. πρόβατα) Ἡρόδ. 1. 183· ἐπὶ θηλαζόντων χοίρων, Κράτ. Γειτ. 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 5· ἔτι δὲ βρέφη Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 396C· ἐπὶ γαλαθεινῷ (sic), ἀντίθ. πρὸς τὸ τῷ τελείῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 32.

English (Autenrieth)

(θῆσθαι): milk-sucking, sucking; νεβροί, Od. 4.336 and Od. 17.127.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γαλαθηνός, -ή, -όν)
(για βρέφη και νεογνά ζώων) αυτός που θηλάζει ακόμη, που δεν τρώει ακόμη στερεά τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + θη-, θήσθαι (απρμφ. ενεστ. με σημασία «θηλάζειν») + (επίθημα) -νο-ς κατά το αγανός (πρβλ. επιήρανος, θαλπνός, τιθήνη)].

Greek Monotonic

γᾰλᾰθηνός: -ή, -όν (γάλα, θάω), αυτός που θηλάζει, νεαρός, τρυφερός, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· γαλαθηνά (ενν. πρόβατα), σε Ηρόδ.

Middle Liddell

γάλα, θάω]
sucking, young, tender, Od., Theocr.; γαλαθηνά (sc. πρόβατα), Hdt.