διαβατός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut passer <i>ou</i> traverser (fleuve, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> qu’on peut facilement atteindre en traversant.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαβαίνω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut passer <i>ou</i> traverser (fleuve, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> qu’on peut facilement atteindre en traversant.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαβᾰτός:''' эол. [[ζάβατος]] 3 и<br /><b class="num">1)</b> Her., Thuc., Xen., Plat. = [[διαβατέος]];<br /><b class="num">2)</b> [[до которого легко добраться]], [[легко доступный]] ([[νῆσος]] δ. ἐκ τῆς ἠπείρου Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαβᾰτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[διαβαίνω]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να περάσει ή να διαβεί, αυτός που παρέχει εύκολη [[διάβαση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου</i>, την οποία μπορεί [[κάποιος]] να προσεγγίσει από την [[ξηρά]], στον ίδ.
|lsmtext='''διαβᾰτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[διαβαίνω]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να περάσει ή να διαβεί, αυτός που παρέχει εύκολη [[διάβαση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου</i>, την οποία μπορεί [[κάποιος]] να προσεγγίσει από την [[ξηρά]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαβᾰτός:''' эол. [[ζάβατος]] 3 и<br /><b class="num">1)</b> Her., Thuc., Xen., Plat. = [[διαβατέος]];<br /><b class="num">2)</b> [[до которого легко добраться]], [[легко доступный]] ([[νῆσος]] δ. ἐκ τῆς ἠπείρου Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβᾰτός Medium diacritics: διαβατός Low diacritics: διαβατός Capitals: ΔΙΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: diabatós Transliteration B: diabatos Transliteration C: diavatos Beta Code: diabato/s

English (LSJ)

ή, όν,
A to be crossed or to be passed, fordable, Hdt.1.75, Th. 2.5, etc.; νῆσον διαβατὸν ἐξ ἠπείρου = easily got at from the mainland, Hdt. 4.195:—Aeol. ζάβατος, Sapph.158.
II διάβατον, τό, passage for water, PIand.52.14 (i A. D.).

Spanish (DGE)

-όν
1 que se puede atravesar, vadeable de un río, Hdt.1.75, Th.2.5, Pl.Lg.892e, X.An.1.4.18, 2.5.9, I.BI 4.437, AI 5.16, Luc.VH 1.8, Aristid.Or.48.61, D.C.37.2.7, Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.35.11, Procop.Pers.2.21.22, Poll.2.200, de otras corrientes de agua, Hdt.1.191, Dam.Isid.131, del mar, Arr.An.7.7.3.
2 que se puede alcanzar, al que se puede cruzar a pie νῆσον ... διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου Hdt.4.195, νῆσος γεφύρᾳ διαβατὸς ἐξ αὐτῆς Paus.5.24.8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut passer ou traverser (fleuve, etc.);
2 qu’on peut facilement atteindre en traversant.
Étymologie: adj. verb. de διαβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

διαβᾰτός: эол. ζάβατος 3 и
1) Her., Thuc., Xen., Plat. = διαβατέος;
2) до которого легко добраться, легко доступный (νῆσος δ. ἐκ τῆς ἠπείρου Her.).

Greek (Liddell-Scott)

διαβᾰτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπιθ. τοῦ διαβαίνω, ὅν δύναταί τις νὰ διέλθῃ ἢ διαβῆ, εὔκολον παρέχων τὴν διάβασιν, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ., κτλ. · νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου, εἰς ἣν εὐκόλως δύναταί τις νὰ διαβῇ ἐκ τῆς ἠπείρου, ἐκ τῆς ξηρᾶς, Ἡρόδ. 4. 195·-Αἰολ. ζάβατος, Σαπφὼ 150.

Greek Monolingual

-ή, -ό και διάβατος, -η, -ο (AM διαβατός, -ή, -όν
Α και αιολ. τ. ζάβατος) διαβαίνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαβεί
2. ο ευκολοδιάβατος, ευκολοπέραστος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διαβατό
1. το πεζοδρόμιο
2. μεγάλος, ευρύχωρος δρόμος
αρχ.
εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να προσεγγίσει, ο προσιτός.

Greek Monotonic

διαβᾰτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που μπορεί κάποιος να περάσει ή να διαβεί, αυτός που παρέχει εύκολη διάβαση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου, την οποία μπορεί κάποιος να προσεγγίσει από την ξηρά, στον ίδ.

Middle Liddell

verb. adj. of διαβαίνω,]
to be crossed or passed, fordable, Hdt., etc.; νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου easily got at from the main land, Hdt.

English (Woodhouse)

able to be crossed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)