εὐαπόβατος: Difference between revisions
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />où l'on peut facilement aborder <i>ou</i> débarquer;<br /><i>Cp.</i> εὐαποβατώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀποβαίνω]]. | |btext=ος, ον :<br />où l'on peut facilement aborder <i>ou</i> débarquer;<br /><i>Cp.</i> εὐαποβατώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀποβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐᾰπόβᾰτος:''' [[удобный для высадки]] (νῇσος εὐαποβατωτέρα [[οὖσα]] Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐαπόβᾰτος:''' -ον ([[ἀποβαίνω]]), αυτός που είναι [[εύκολος]] στην [[απόβαση]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]] για [[αποβίβαση]], για [[προσεδάφιση]], σε Θουκ. | |lsmtext='''εὐαπόβᾰτος:''' -ον ([[ἀποβαίνω]]), αυτός που είναι [[εύκολος]] στην [[απόβαση]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]] για [[αποβίβαση]], για [[προσεδάφιση]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:09, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, easy to disembark on, νῆσος -ωτέρα Th.4.30.
German (Pape)
[Seite 1057] bequem zum Landen, νῆσος εὐαποβατωτέρα Thuc. 4, 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l'on peut facilement aborder ou débarquer;
Cp. εὐαποβατώτερος.
Étymologie: εὖ, ἀποβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
εὐᾰπόβᾰτος: удобный для высадки (νῇσος εὐαποβατωτέρα οὖσα Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐαπόβατος: -ον, ἐφ’ οὗ εὔκολον εἶναι νὰ κάμῃ τις ἀπόβασιν, νῆσος εὐαποβατωτέρα Θουκ. 4. 30.
Greek Monolingual
εὐαπόβατος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο εύκολα κάποιος μπορεί να κάνει απόβαση («τὴν νῆσον εὐαποβατωτέραν οὖσαν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-βαίνω].
Greek Monotonic
εὐαπόβᾰτος: -ον (ἀποβαίνω), αυτός που είναι εύκολος στην απόβαση, κατάλληλος, πρόσφορος για αποβίβαση, για προσεδάφιση, σε Θουκ.
Middle Liddell
εὐ-απόβᾰτος, ον ἀποβαίνω
easy to disembark on, convenient for landing, Thuc.