καπνοδόκη: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />trou par où s'échappe la fumée.<br />'''Étymologie:''' [[καπνός]], [[δέχομαι]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />trou par où s'échappe la fumée.<br />'''Étymologie:''' [[καπνός]], [[δέχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καπνοδόκη -ης, ἡ [καπνός, δέχομαι] schoorsteen, rookgat. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καπνοδόκη:''' ἡ [[дымовое отверстие]] (в крыше) Her. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''καπνοδόκη:''' μεταγεν. -δόχη, ἡ ([[δέχομαι]]), [[κυρίως]], αυτή που δέχεται τον καπνό, δηλ. [[τρύπα]] στην [[στέγη]] για να εξέρχεται ο [[καπνός]], [[καπνοδόχος]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''καπνοδόκη:''' μεταγεν. -δόχη, ἡ ([[δέχομαι]]), [[κυρίως]], αυτή που δέχεται τον καπνό, δηλ. [[τρύπα]] στην [[στέγη]] για να εξέρχεται ο [[καπνός]], [[καπνοδόχος]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καπνοδόκη''': ἡ, [[κυρίως]] [[μέρος]] [[ὅπερ]] δέχεται τὸν καπνόν, δηλ. ὀπὴ ἐν τῇ στέγῃ δι’ ἧς ὁ καπνὸς ἐξέρχεται, καπνοδόχη, Ἡρόδ. 4. 103., 8. 137, Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 2, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 11· ὁ εἰς -δόχη [[τύπος]] ἀπαντᾶ μόνον παρὰ μεταγενεστ., ὡς Λουκ. Ἰκαρομ. 13, Γαλην.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 307. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δέχομαι]]<br />[[properly]], a [[smoke]]-receiver, i. e. a [[hole]] in the [[roof]] for the [[smoke]] to [[pass]] [[through]], Hdt. | |mdlsjtxt=[[δέχομαι]]<br />[[properly]], a [[smoke]]-receiver, i. e. a [[hole]] in the [[roof]] for the [[smoke]] to [[pass]] [[through]], Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, prop. chimney, smokestack, funnel, smoke-receiver, i.e. hole in the roof for the smoke to pass through, Hdt.4.103, 8.137, Pherecr.141, Eup.133:—later καπνοδόχη LXX Ho.13.3 codd. AQ, Luc.Icar.13, Gal.2.727.
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, ion. u. att. = καπνοδόχη, Her. 4, 103. 8, 137; Eupolis bei Poll. 7, 123; Pherecrat. Harpocr. 47, 8; auch Luc. Icarom. 13 jetzt hergestellt, vgl. Lob. Phryn. 307.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
trou par où s'échappe la fumée.
Étymologie: καπνός, δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καπνοδόκη -ης, ἡ [καπνός, δέχομαι] schoorsteen, rookgat.
Russian (Dvoretsky)
καπνοδόκη: ἡ дымовое отверстие (в крыше) Her.
Greek Monolingual
ἡ (Α καπνοδόκη)
νεοελλ.
η καπνοδόχος
αρχ.
οπή στη στέγη τών οικημάτων από την οποία έβγαινε ο καπνός και εισχωρούσαν οι ηλιακές ακτίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμοδόκη, αυλοδόκη].
Greek Monotonic
καπνοδόκη: μεταγεν. -δόχη, ἡ (δέχομαι), κυρίως, αυτή που δέχεται τον καπνό, δηλ. τρύπα στην στέγη για να εξέρχεται ο καπνός, καπνοδόχος, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
καπνοδόκη: ἡ, κυρίως μέρος ὅπερ δέχεται τὸν καπνόν, δηλ. ὀπὴ ἐν τῇ στέγῃ δι’ ἧς ὁ καπνὸς ἐξέρχεται, καπνοδόχη, Ἡρόδ. 4. 103., 8. 137, Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 2, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 11· ὁ εἰς -δόχη τύπος ἀπαντᾶ μόνον παρὰ μεταγενεστ., ὡς Λουκ. Ἰκαρομ. 13, Γαλην.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 307.
Middle Liddell
δέχομαι
properly, a smoke-receiver, i. e. a hole in the roof for the smoke to pass through, Hdt.