καθάπαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>adv.</i><br />une fois pour toutes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἅπαξ]].
|btext=<i>adv.</i><br />une fois pour toutes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἅπαξ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καθάπαξ''': Ἐπίρρ., [[ἅπαξ]] διὰ παντός, Ὀδ. Φ. 349, Δημ. 304. 22· - ἀκολούθως ὡς τὸ [[ἁπλῶς]], [[ἅπαξ]] διὰ παντός, «μιὰ [[φορά]]», οἱ [[καθάπαξ]] ἐχθροὶ ὁ αὐτ. 294. 11· τοῖς [[καθάπαξ]] ἀτίμοις ὁ αὐτ. 779. 6· οὕτω καθ. πέπρακεν ἑαυτὸν 377. 7, πρβλ. 542. 24· - οὐδὲ [[καθάπαξ]], οὐδὲ [[ἅπαξ]], Πολύβ. 1. 2, 6., 20, 12, κτλ.
|elnltext=καθάπαξ [κατά, ἅπαξ] adv., eens en voor al, geheel en al:. καθάπαξ ξείνῳ δόμεναι (de boog) eens en voor al aan de vreemdeling schenken Od. 21.349; οἱ καθάπαξ ἐχθροί de gezworen vijanden Dem. 18.197.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθάπαξ:''' adv. раз навсегда, совсем, полностью Hom., Dem.: οὐδὲ κ. Polyb. ни одного даже разу; οὐ τὸ κ. Sext. нисколько (не); ἀεὶ κ. Arst. решительно всегда.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καθάπαξ:''' επίρρ., [[άπαξ]], δια παντός, μια και [[καλή]], σε Ομήρ. Οδ., Δημ.· [[έπειτα]] όπως το [[ἁπλῶς]], μια και [[καλή]], για τα [[καλά]], σε Δημ.
|lsmtext='''καθάπαξ:''' επίρρ., [[άπαξ]], δια παντός, μια και [[καλή]], σε Ομήρ. Οδ., Δημ.· [[έπειτα]] όπως το [[ἁπλῶς]], μια και [[καλή]], για τα [[καλά]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθάπαξ:''' adv. раз навсегда, совсем, полностью Hom., Dem.: οὐδὲ κ. Polyb. ни одного даже разу; οὐ τὸ κ. Sext. нисколько (не); ἀεὶ κ. Arst. решительно всегда.
|lstext='''καθάπαξ''': Ἐπίρρ., [[ἅπαξ]] διὰ παντός, Ὀδ. Φ. 349, Δημ. 304. 22· - ἀκολούθως ὡς τὸ [[ἁπλῶς]], [[ἅπαξ]] διὰ παντός, «μιὰ [[φορά]]», οἱ [[καθάπαξ]] ἐχθροὶ ὁ αὐτ. 294. 11· τοῖς [[καθάπαξ]] ἀτίμοις ὁ αὐτ. 779. 6· οὕτω καθ. πέπρακεν ἑαυτὸν 377. 7, πρβλ. 542. 24· - οὐδὲ [[καθάπαξ]], οὐδὲ [[ἅπαξ]], Πολύβ. 1. 2, 6., 20, 12, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=καθάπαξ [κατά, ἅπαξ] adv., eens en voor al, geheel en al:. καθάπαξ ξείνῳ δόμεναι (de boog) eens en voor al aan de vreemdeling schenken Od. 21.349; οἱ καθάπαξ ἐχθροί de gezworen vijanden Dem. 18.197.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθάπαξ Medium diacritics: καθάπαξ Low diacritics: καθάπαξ Capitals: ΚΑΘΑΠΑΞ
Transliteration A: kathápax Transliteration B: kathapax Transliteration C: kathapaks Beta Code: kaqa/pac

English (LSJ)

[ᾰπ], Adv. A once for all, Od.21.349, D.18.231, Phld.D.3 Fr.23, Jul.Or.2.70c; out-and-out, absolutely, οἱ κ. ἐχθροί D.18.197; κ. ἄτιμ ος γέγονεν Id.21.87, cf. 25.30; κ. σπουδαῖος, opp. κατά τι, Phld. Po.5.16, cf. Ph.2.6; opp. πρός τι, Archig. ap. Gal.8.626; οἱ κ. μὴ συναπ τόμενοι not at all, Ocell.4.4; οὕτω κ. πέπρακεν ἑαυτόν D.19.118; οὐδὲ κ. not even once, Plb.1.2.6, 1.20.12, etc.; οὐδὲ τὸ κ. S.E.M. 11.97; πάντως δ', οὐ κ. not merely in a single case, Demetr.Lac.Herc. 1055.22; singly, Plb.3.90.2. II each time,= ἑκάστοτε, PMag.Par.1.326.

German (Pape)

[Seite 1280] ein für allemal, ganz und gar, Od. 21, 349 u. sonst; οὕτω κ. πέπρακεν ἑαυτόν Dem. 19, 118; Folgde; οὐδὲ καθάπαξ, auch nicht einmal, Pol. 1, 2, 6 u. öfter, u. a. Sp.; οὐδὲ τὸ κ. S. Emp. adv. math. 11, 97.

French (Bailly abrégé)

adv.
une fois pour toutes.
Étymologie: κατά, ἅπαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθάπαξ [κατά, ἅπαξ] adv., eens en voor al, geheel en al:. καθάπαξ ξείνῳ δόμεναι (de boog) eens en voor al aan de vreemdeling schenken Od. 21.349; οἱ καθάπαξ ἐχθροί de gezworen vijanden Dem. 18.197.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθάπαξ: adv. раз навсегда, совсем, полностью Hom., Dem.: οὐδὲ κ. Polyb. ни одного даже разу; οὐ τὸ κ. Sext. нисколько (не); ἀεὶ κ. Arst. решительно всегда.

English (Autenrieth)

once for all, Od. 21.349†.

Greek Monolingual

καθάπαξ (AM)
επίρρ.
1. μια για πάντακαθάπαξ τινῶν κύριος κατέστη», Δημοσθ.)
2. γενικώς, απολύτως, ολοσχερώς, πέρα για πέρα («οἱ καθάπαξ ἐχθροὶ τῆς πόλεως», Δημοσθ.)
3. καθόλου, ουδόλως, ουδαμώς
4. μεμονωμένα, ιδιαιτέρως («οὐδὲ χωρίζεσθαι καθάπαξ», Πολ.)
5. πάπ. κάθε φορά, εκάστοτε
6. φρ. «οὐδὲ καθάπαξ» — ούτε μία φορά (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἅπαξ «μια φορά»].

Greek Monotonic

καθάπαξ: επίρρ., άπαξ, δια παντός, μια και καλή, σε Ομήρ. Οδ., Δημ.· έπειτα όπως το ἁπλῶς, μια και καλή, για τα καλά, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

καθάπαξ: Ἐπίρρ., ἅπαξ διὰ παντός, Ὀδ. Φ. 349, Δημ. 304. 22· - ἀκολούθως ὡς τὸ ἁπλῶς, ἅπαξ διὰ παντός, «μιὰ φορά», οἱ καθάπαξ ἐχθροὶ ὁ αὐτ. 294. 11· τοῖς καθάπαξ ἀτίμοις ὁ αὐτ. 779. 6· οὕτω καθ. πέπρακεν ἑαυτὸν 377. 7, πρβλ. 542. 24· - οὐδὲ καθάπαξ, οὐδὲ ἅπαξ, Πολύβ. 1. 2, 6., 20, 12, κτλ.

Middle Liddell


once for all, Od., Dem.:—then, like ἁπλῶς, once for all, absolutely, Dem.

English (Woodhouse)

once for all

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)