Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάζευξις: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d'atteler, d'accoupler;<br /><b>2</b> halte, campement.<br />'''Étymologie:''' [[καταζεύγνυμι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d'atteler, d'accoupler;<br /><b>2</b> halte, campement.<br />'''Étymologie:''' [[καταζεύγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατάζευξις''': -εως, ἡ, [[σύζευξις]], ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλούτ. 2. 750C. ΙΙ.ἀντίθετον τῷ [[ἀνάζευξις]], [[στρατοπέδευσις]], ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28, κτλ.
|elnltext=κατάζευξις -εως, ἡ [καταζεύγνυμι] het opslaan van het kamp:. πρόσταγμα καταζεύξεως opdracht om het kamp op te slaan Plut. Sull. 28.11.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάζευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сочетание]], [[соединение]] (ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[устройство лагеря]]: [[πρόσταγμα]] καταζεύξεως [[δοῦναι]] Plut. приказать расположиться лагерем.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατάζευξις:''' -εως, ἡ, [[σύζευξη]]· αντίθ. προς το [[ἀνάζευξις]], [[στρατοπέδευση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατάζευξις:''' -εως, ἡ, [[σύζευξη]]· αντίθ. προς το [[ἀνάζευξις]], [[στρατοπέδευση]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατάζευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сочетание]], [[соединение]] (ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[устройство лагеря]]: [[πρόσταγμα]] καταζεύξεως [[δοῦναι]] Plut. приказать расположиться лагерем.
|lstext='''κατάζευξις''': -εως, , [[σύζευξις]], ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλούτ. 2. 750C. ΙΙ.ἀντίθετον τῷ [[ἀνάζευξις]], [[στρατοπέδευσις]], ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατάζευξις -εως, ἡ [καταζεύγνυμι] het opslaan van het kamp:. πρόσταγμα καταζεύξεως opdracht om het kamp op te slaan Plut. Sull. 28.11.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατάζευξις]], εως [from καταζεύγνῡμι]<br />a yoking [[together]]:—opp. to [[ἀνάζευξις]], encamping, Plut.
|mdlsjtxt=[[κατάζευξις]], εως [from καταζεύγνῡμι]<br />a yoking [[together]]:—opp. to [[ἀνάζευξις]], encamping, Plut.
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάζευξις Medium diacritics: κατάζευξις Low diacritics: κατάζευξις Capitals: ΚΑΤΑΖΕΥΞΙΣ
Transliteration A: katázeuxis Transliteration B: katazeuxis Transliteration C: katazefksis Beta Code: kata/zeucis

English (LSJ)

εως, ἡ, A yoking, τοῦ ζυγοῦ Hippiatr.103; βοῶν Porph. Abst.3.18: metaph., of marriage, Plu.2.750c. II opp. ἀνάζευξις, encamping, Id.Sull.28, etc.

German (Pape)

[Seite 1348] ἡ, die Verbindung, Plut. amat. 4; – das Ausruhen, Lageraufschlagen, Ggstz von ἀνάζευξις, Plut. Sull. 28 Anton. 47.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d'atteler, d'accoupler;
2 halte, campement.
Étymologie: καταζεύγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάζευξις -εως, ἡ [καταζεύγνυμι] het opslaan van het kamp:. πρόσταγμα καταζεύξεως opdracht om het kamp op te slaan Plut. Sull. 28.11.

Russian (Dvoretsky)

κατάζευξις: εως ἡ
1) сочетание, соединение (ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plut.);
2) устройство лагеря: πρόσταγμα καταζεύξεως δοῦναι Plut. приказать расположиться лагерем.

Greek Monolingual

κατάζευξις, ἡ (AM) καταζεύγνυμι
1. σύζευξη ανδρογύνου
2. στρατοπέδευση.

Greek Monotonic

κατάζευξις: -εως, ἡ, σύζευξη· αντίθ. προς το ἀνάζευξις, στρατοπέδευση, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάζευξις: -εως, ἡ, σύζευξις, ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλούτ. 2. 750C. ΙΙ.ἀντίθετον τῷ ἀνάζευξις, στρατοπέδευσις, ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28, κτλ.

Middle Liddell

κατάζευξις, εως [from καταζεύγνῡμι]
a yoking together:—opp. to ἀνάζευξις, encamping, Plut.