μεταπέταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[μεταπέτομαι]].
|btext=<i>c.</i> [[μεταπέτομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπέταμαι:''' Luc. [[varia lectio|v.l.]] = [[μεταπέτομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπέταμαι:''' ή -[[πέτομαι]], μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-επτάμην</i>, αποθ., [[πετώ]] σε άλλον [[τόπο]], [[πετώ]] [[μακριά]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μεταπέταμαι:''' ή -[[πέτομαι]], μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-επτάμην</i>, αποθ., [[πετώ]] σε άλλον [[τόπο]], [[πετώ]] [[μακριά]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπέταμαι:''' Luc. [[varia lectio|v.l.]] = [[μεταπέτομαι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=or -[[πέτομαι]] fut. -[[πτήσομαι]] aor2 -επτάμην<br />Dep. to fly to [[another]] [[place]], fly [[away]], Luc.
|mdlsjtxt=or -[[πέτομαι]] fut. -[[πτήσομαι]] aor2 -επτάμην<br />Dep. to fly to [[another]] [[place]], fly [[away]], Luc.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπέταμαι Medium diacritics: μεταπέταμαι Low diacritics: μεταπέταμαι Capitals: ΜΕΤΑΠΕΤΑΜΑΙ
Transliteration A: metapétamai Transliteration B: metapetamai Transliteration C: metapetamai Beta Code: metape/tamai

English (LSJ)

or μετα-πέτομαι, fly to another place, fly away, ἀπὸ… εἰςLuc.Hist.Conscr.50.

German (Pape)

[Seite 152] u. μεταπέτομαι, weg und anders wohin fliegen, Luc. hist. conscrib. 50.

French (Bailly abrégé)

c. μεταπέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεταπέταμαι: Luc. v.l. = μεταπέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπέταμαι: ἢ -πέτομαι, πέτομαι εἰς ἄλλον τόπον, ἀφίπταμαι, ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50.

Greek Monolingual

μεταπέταμαι και μεταπέτομαι (ΑΜ)
πετώ μακριά σε άλλο τόπο, απομακρύνομαι πετώντας.

Greek Monotonic

μεταπέταμαι: ή -πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ -επτάμην, αποθ., πετώ σε άλλον τόπο, πετώ μακριά, σε Λουκ.

Middle Liddell

or -πέτομαι fut. -πτήσομαι aor2 -επτάμην
Dep. to fly to another place, fly away, Luc.