κόννος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />barbe au menton.<br />'''Étymologie:''' DELG origine inconnue.
|btext=ου (ὁ) :<br />barbe au menton.<br />'''Étymologie:''' DELG origine inconnue.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόννος''': ὁ, [[εἶδος]] μικροῦ κοσμήματος, Πολύβ. 10. 18, 6 (κ. ἀλλ. κόνος). 2) ἡ [[γενειάς]], Λουκ. Λεξιφ. 5. 3) = [[σκόλλυς]], Ἡσύχ.· καὶ κοννο-[[φόρος]], ον, = [[σκολλυφόρος]], ὁ αὐτ.
|elnltext=κόννος -ου, ὁ baard.
}}
{{elru
|elrutext='''κόννος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[κόνος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[серьга]], [[подвеска]] (κόνοι καὶ ψέλλια Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[борода]] (τὸν κόννον ἀποκεκομηκώς Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόννος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] μικρού κοσμήματος<br /><b>2.</b> [[γένι]] («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λάκωνες) [[σκόλλυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-<i>νν</i>-)].
|mltxt=[[κόννος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] μικρού κοσμήματος<br /><b>2.</b> [[γένι]] («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λάκωνες) [[σκόλλυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-<i>νν</i>-)].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόννος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[κόνος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[серьга]], [[подвеска]] (κόνοι καὶ ψέλλια Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[борода]] (τὸν κόννον ἀποκεκομηκώς Luc.).
|lstext='''κόννος''': ὁ, [[εἶδος]] μικροῦ κοσμήματος, Πολύβ. 10. 18, 6 (κ. ἀλλ. κόνος). 2) ἡ [[γενειάς]], Λουκ. Λεξιφ. 5. 3) = [[σκόλλυς]], Ἡσύχ.· καὶ κοννο-[[φόρος]], ον, = [[σκολλυφόρος]], ὁ αὐτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κόννος -ου, ὁ baard.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 20:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόννος Medium diacritics: κόννος Low diacritics: κόννος Capitals: ΚΟΝΝΟΣ
Transliteration A: kónnos Transliteration B: konnos Transliteration C: konnos Beta Code: ko/nnos

English (LSJ)

ὁ, kind of A trinket, Suid., citing Plb.10.18.6 (where κόνος). 2 beard, Luc.Lex.5. 3 = σκόλλυς (Lacon.), Hsch. s.v. ἱέρωμα; and κοννοφόρος, ον, = σκολλυφόρος, Id.

German (Pape)

[Seite 1482] ὁ, 1) eine Art Ohrenschmuck von zapfenförmiger Gestalt, Pol. 10, 18. 6, wo κόνος gelesen wird. – 2) der Bart am Kinn, Luc. Lexiph. 5; Hesych. – Es hängt wohl mit κῶνος zusammen.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
barbe au menton.
Étymologie: DELG origine inconnue.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόννος -ου, ὁ baard.

Russian (Dvoretsky)

κόννος: v.l. κόνος
1) серьга, подвеска (κόνοι καὶ ψέλλια Polyb.);
2) борода (τὸν κόννον ἀποκεκομηκώς Luc.).

Greek Monolingual

κόννος, ὁ (Α)
1. είδος μικρού κοσμήματος
2. γένι («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», Λουκιαν.)
3. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) σκόλλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-νν-)].

Greek (Liddell-Scott)

κόννος: ὁ, εἶδος μικροῦ κοσμήματος, Πολύβ. 10. 18, 6 (κ. ἀλλ. κόνος). 2) ἡ γενειάς, Λουκ. Λεξιφ. 5. 3) = σκόλλυς, Ἡσύχ.· καὶ κοννο-φόρος, ον, = σκολλυφόρος, ὁ αὐτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: beard (Luc. Lex. 5), after H. = ὁ πώγων, η ὑπήνη, η χάρις; in similar meaning σκόλλυς, μαλλός (s. ἱέρωμα and κοννοφόρων).
Derivatives: Further in plur. beside ψέλλια as name of an ornament for girls (Plb. 10, 18, 6, where κόνοι, but -νν-Suid.). PN Κόννος, Κόννιον, Κοννᾶς L. Robert, Stèles funéraires 168.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained.

Frisk Etymology German

κόννος: {kónnos}
Grammar: m.
Meaning: Bart (Luk. Lex. 5), nach H. = ὁ πώγων, ἢ ὑπήνη, ἢ χάρις; in ähnlicher Bed. wie σκόλλυς, μαλλός (s. ἱέρωμα und κοννοφόρων). — Außerdem im Plur. neben ψέλλια als Ben. eines Mädchenschmucks (Plb. 10, 18, 6, wo κόνοι, aber -νν-Suid.).
Etymology: Unerklärt.
Page 1,913