κυνάριον: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου (τό) :<br />petit chien, petite chienne.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]].
|btext=ου (τό) :<br />petit chien, petite chienne.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῠνάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κύων]], Πλάτ. Εὐθύδ. 298D, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 20, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19, Ἀλκαῖ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· ἀλλὰ θεωρεῖται ὡς [[τύπος]] ἧττον [[δόκιμος]] τοῦ [[κυνίδιον]], πρβλ. Λοβ. Φρύν. 180.
|elnltext=κυνάριον -ου, τό, demin. van κύων, hondje, jonge hond.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνάριον:''' (νᾰ) τό маленькая собачка, щенок Xen., Plat., NT.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κῠνάριον:''' τό, υποκορ. του [[κύων]], [[μικρός]] [[σκύλος]], [[σκυλάκι]], σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''κῠνάριον:''' τό, υποκορ. του [[κύων]], [[μικρός]] [[σκύλος]], [[σκυλάκι]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠνάριον:''' (νᾰ) τό маленькая собачка, щенок Xen., Plat., NT.
|lstext='''κῠνάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κύων]], Πλάτ. Εὐθύδ. 298D, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 20, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19, Ἀλκαῖ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· ἀλλὰ θεωρεῖται ὡς [[τύπος]] ἧττον [[δόκιμος]] τοῦ [[κυνίδιον]], πρβλ. Λοβ. Φρύν. 180.
}}
{{elnl
|elnltext=κυνάριον -ου, τό, demin. van κύων, hondje, jonge hond.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνάριον Medium diacritics: κυνάριον Low diacritics: κυνάριον Capitals: ΚΥΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: kynárion Transliteration B: kynarion Transliteration C: kynarion Beta Code: kuna/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of κύων, little dog, puppy, Pl.Euthd. 298d, X. Cyr.8.4.20, Theopomp.Com.90, Alc.Com.33, Ev.Matt.15.26; small waxen image of a dog used in magic, PMag.Par.1.2945: less correct than κυνίδιον acc. to Phryn.157; but κυνάριον καὶ κυνίδιον δόκιμα Id.PSp.84 B.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit chien, petite chienne.
Étymologie: κύων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνάριον -ου, τό, demin. van κύων, hondje, jonge hond.

Russian (Dvoretsky)

κῠνάριον: (νᾰ) τό маленькая собачка, щенок Xen., Plat., NT.

Spanish

figura de un perrito

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of κύων; a puppy: dog.

English (Thayer)

κυναριου, τό (diminutive of κύων, equivalent to κυνίδιον, which Phryn. prefers; see Lob. ad Phryn., p. 180; cf. γυναικάριον), a little dog: Xenophon, Plato, Theophrastus, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

το (Α κυνάριον)
σκυλάκι («προσάλλεσθαί σε δεήσει ὥσπερ τὰ κυνάρια», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + υποκορ. κατάλ. -άριον].

Greek Monotonic

κῠνάριον: τό, υποκορ. του κύων, μικρός σκύλος, σκυλάκι, σε Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύων, Πλάτ. Εὐθύδ. 298D, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 20, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19, Ἀλκαῖ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· ἀλλὰ θεωρεῖται ὡς τύπος ἧττον δόκιμος τοῦ κυνίδιον, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 180.

Middle Liddell

κῠνάριον, ου, τό, [Dim. of κύων
a little dog, whelp, Xen., etc.

Chinese

原文音譯:kun£rion 去那里按
詞類次數:名詞(4)
原文字根:繁多(小)
字義溯源:小狗,狗,家犬;源自(κύων)*=狗)
出現次數:總共(4);太(2);可(2)
譯字彙編
1) 狗(3) 太15:26; 太15:27; 可7:27;
2) 小狗(1) 可7:28