οὐρίαχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />hampe de la lance destinée à recevoir un fer pointu qui servait à planter l'arme en terre.<br />'''Étymologie:''' [[οὐρά]].
|btext=ου (ὁ) :<br />hampe de la lance destinée à recevoir un fer pointu qui servait à planter l'arme en terre.<br />'''Étymologie:''' [[οὐρά]].
}}
{{elru
|elrutext='''οὐρίᾱχος:''' ὁ [[нижний конец]] (ἔγχεος Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὐρίᾰχος:''' ὁ ([[οὐρά]]), οπίσθιο [[μέρος]], [[πάτος]], [[πυθμένας]], ἔγχεος [[οὐρίαχος]], το οπίσθιο [[μέρος]] του [[δόρατος]], επενδεδυμένο με [[σίδερο]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''οὐρίᾰχος:''' ὁ ([[οὐρά]]), οπίσθιο [[μέρος]], [[πάτος]], [[πυθμένας]], ἔγχεος [[οὐρίαχος]], το οπίσθιο [[μέρος]] του [[δόρατος]], επενδεδυμένο με [[σίδερο]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὐρίᾱχος:''' ὁ [[нижний конец]] (ἔγχεος Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οὐρίᾰχος, ὁ, [[οὐρά]]<br />the hindmost [[part]], [[bottom]], ἔγχεος οὐρ. the [[butt]]-end of the [[spear]], [[shod]] with [[iron]], Il.
|mdlsjtxt=οὐρίᾰχος, ὁ, [[οὐρά]]<br />the hindmost [[part]], [[bottom]], ἔγχεος οὐρ. the [[butt]]-end of the [[spear]], [[shod]] with [[iron]], Il.
}}
}}

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρίᾰχος Medium diacritics: οὐρίαχος Low diacritics: ουρίαχος Capitals: ΟΥΡΙΑΧΟΣ
Transliteration A: ouríachos Transliteration B: ouriachos Transliteration C: ouriachos Beta Code: ou)ri/axos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, (οὐρά) A bottom, ἔγχεος οὐρίαχος = butt-end of the spear, opp. αἰχμή, Il.13.443, A.R.3.1253, AP6.111 (Antip.), Hld.9.15; of an arrow-head, the part fixed in the shaft, tang, Paul.Aeg.6.88 (v.l.); apptly. stem of a candlestick in Call.Fr.anon.50. 2 part of an oar, Poll.1.90 (v.l. οὐρακός).

German (Pape)

[Seite 418] ὁ (von οὐρά), das hinterste, letzte Ende: ἔγχεος οὐρίαχος, das untere mit Eisen beschlagene Ende der Lanze, Il. 13, 443. 16, 612. 17, 528: πλήξας ῥομβωτῷ δούρατος οὐριάχῳ, Antp. Sid. 19 (VI, 111). S. οὐρακός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
hampe de la lance destinée à recevoir un fer pointu qui servait à planter l'arme en terre.
Étymologie: οὐρά.

Russian (Dvoretsky)

οὐρίᾱχος:нижний конец (ἔγχεος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

οὐρίᾰχος: ὁ, (οὐρὰ) ὁ σαυρωτὴρ τοῦ δόρατος, τουτέστι τὸ ὄπισθεν μέρος, ἀντίθ. τῷ αἰχμή, Ἰλ. Ν. 443, κτλ.· ἰδὲ ἐν λ. πολεμίζω, καὶ πρβλ. στύραξ, σαυρωτήρ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρίαχον· τὸν σαυρωτῆρα. ἔστι δὲ σιδήριον ἐγκεκαμμένον εἰς τὸ ἕτερον μέρος τοῦ δόρατος». 2) τὸ μέσον τῆς κώπης, Πολυδ. Α΄, 90 (κοινῶς οὐρακός).

English (Autenrieth)

butt end of a spear. (Il.) (See cut under ἀμφίγυος.)

Greek Monolingual

οὐρίαχος, ὁ (Α)
1. το πίσω σιδερένιο άκρο του δόρατος
2. το τμήμα της κεφαλής βέλους που στερεώνεται στην άτρακτο
3. πιθ. το στέλεχος κηροστάτη
4. τμήμα κουπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά. Ο τ. αποτελεί πιθ. εκτεταμένη για μετρικούς λόγους μορφή του ουραχός].

Greek Monotonic

οὐρίᾰχος: ὁ (οὐρά), οπίσθιο μέρος, πάτος, πυθμένας, ἔγχεος οὐρίαχος, το οπίσθιο μέρος του δόρατος, επενδεδυμένο με σίδερο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

οὐρίᾰχος, ὁ, οὐρά
the hindmost part, bottom, ἔγχεος οὐρ. the butt-end of the spear, shod with iron, Il.