λαοσεβής: Difference between revisions

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />révéré du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[λαός]], [[σέβω]].
|btext=ής, ές :<br />révéré du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[λαός]], [[σέβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λᾱοσεβής:''' [[почитаемый народом]] ([[ἥρως]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾱοσεβής:''' -ές ([[σέβω]]), αυτός που λατρεύεται, είναι [[σεβαστός]] από τον λαό, σε Πίνδ.
|lsmtext='''λᾱοσεβής:''' -ές ([[σέβω]]), αυτός που λατρεύεται, είναι [[σεβαστός]] από τον λαό, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾱοσεβής:''' [[почитаемый народом]] ([[ἥρως]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λᾱο-σεβής, ές [[σέβω]]<br />worshipped by the [[people]], Pind.
|mdlsjtxt=λᾱο-σεβής, ές [[σέβω]]<br />worshipped by the [[people]], Pind.
}}
}}

Revision as of 13:52, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοσεβής Medium diacritics: λαοσεβής Low diacritics: λαοσεβής Capitals: ΛΑΟΣΕΒΗΣ
Transliteration A: laosebḗs Transliteration B: laosebēs Transliteration C: laosevis Beta Code: laosebh/s

English (LSJ)

ές,

A worshipped by the people, ἥρως Pi.P.5.95.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
révéré du peuple.
Étymologie: λαός, σέβω.

Russian (Dvoretsky)

λᾱοσεβής: почитаемый народом (ἥρως Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοσεβής: -ές, λατρεύομαι ὑπὸ τοῦ λαοῦ, Πινδ. Π. 5. 129.

English (Slater)

λᾱοσεβής honoured by the people μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής Battos (P. 5.95)

Greek Monolingual

λαοσεβής, -ές (Α)
αυτός ο οποίος λατρεύεται από τον λαό ή τον οποίο σέβεται ο λαόςἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. ευσεβής, θεοσεβής].

Greek Monotonic

λᾱοσεβής: -ές (σέβω), αυτός που λατρεύεται, είναι σεβαστός από τον λαό, σε Πίνδ.

Middle Liddell

λᾱο-σεβής, ές σέβω
worshipped by the people, Pind.