κατάπλεος: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />complètement rempli.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέος]]. | |btext=ος, ον :<br />complètement rempli.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάπλεος:''' и 3 [[varia lectio|v.l.]] = [[κατάπλεως]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατάπλεος:''' -ον, Αττ. -πλεως, <i>-ων</i>, γεν. <i>-ω</i>, εντελώς [[γεμάτος]], [[πλήρης]], <i>τινος</i>, ενός πράγματος· μολυσμένος, [[μιαρός]], [[ακάθαρτος]], κηλιδωμένος, λεκιασμένος, λερωμένος με [[κάτι]], γῆς [[κατάπλεως]] καὶ αἵματος, σε Ξεν. | |lsmtext='''κατάπλεος:''' -ον, Αττ. -πλεως, <i>-ων</i>, γεν. <i>-ω</i>, εντελώς [[γεμάτος]], [[πλήρης]], <i>τινος</i>, ενός πράγματος· μολυσμένος, [[μιαρός]], [[ακάθαρτος]], κηλιδωμένος, λεκιασμένος, λερωμένος με [[κάτι]], γῆς [[κατάπλεως]] καὶ αἵματος, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κατά]]-πλεος, ον<br />gen. ω, [[quite]] [[full]], τινος of a [[thing]]:— fouled or stained with a [[thing]], γῆς [[κατάπλεως]] καὶ αἵματος Xen. | |mdlsjtxt=[[κατά]]-πλεος, ον<br />gen. ω, [[quite]] [[full]], τινος of a [[thing]]:— fouled or stained with a [[thing]], γῆς [[κατάπλεως]] καὶ αἵματος Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, Att. κατα-πλέως, ων, gen. ω. quite full, τινος of a thing, Ph.2.568, Plu.2.498f: fouled, stained with, γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος X.Cyr.8.3.30, cf. IG4.952.44 (Epid.); (πηλῷ) D.H.1.79: c. dat., filled with, λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κ. Thphr.Sign. 42; Χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων App.Pun.117.
German (Pape)
[Seite 1370] auch 3 End., att. κατάπλεως, ων, ganz angefüllt, τινός, Plut. u. a. Sp., auch τινί, χωρίον ὀχετοῖς βαθέσι κατάπλεων App. Pun. 117. – Auch = voll, beschmutzt, γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος Xen. Cyr. 8, 3, 30; vgl. Plut. Pyrrh. 28; D. Hal. 1, 79.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
complètement rempli.
Étymologie: κατά, πλέος.
Russian (Dvoretsky)
κατάπλεος: и 3 v.l. = κατάπλεως.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλεος: -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, γεν.-ω·- ἐντελῶς πλήρης, τινος Πλούτ. 2, 498Ε· κατάπλεα θηρίων ὄρη Πολυδ. Ε΄, 13· γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος Ξεν. Κύρ. 8, 3, 38· πηλοῦ Δίων Ἀλ. 1, 79·- μετὰ δοτ., χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων Ἀππ. Καρχηδ. 117.
Greek Monolingual
κατάπλεος, -ον και αττ. τ. κατάπλεως, -ων (Α)
1. εντελώς γεμάτος από κάτι
2. γεμάτος ρύπους, ρυπαρός, κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. εκ-πλεος, περί-πλεως].
Greek Monotonic
κατάπλεος: -ον, Αττ. -πλεως, -ων, γεν. -ω, εντελώς γεμάτος, πλήρης, τινος, ενός πράγματος· μολυσμένος, μιαρός, ακάθαρτος, κηλιδωμένος, λεκιασμένος, λερωμένος με κάτι, γῆς κατάπλεως καὶ αἵματος, σε Ξεν.
Middle Liddell
κατά-πλεος, ον
gen. ω, quite full, τινος of a thing:— fouled or stained with a thing, γῆς κατάπλεως καὶ αἵματος Xen.