μηδαμόθεν: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλειmany things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />d'aucun endroit, d'aucune sorte.<br />'''Étymologie:''' [[μηδαμός]], -θεν.
|btext=<i>adv.</i><br />d'aucun endroit, d'aucune sorte.<br />'''Étymologie:''' [[μηδαμός]], -θεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μηδαμόθεν:''' adv. ниоткуда: μ. [[ἄλλοθεν]] Plat. ниоткуда больше.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηδᾰμόθεν:''' επίρρ. του [[μηδαμός]], από [[πουθενά]], σε Ξεν.· [[μηδαμόθεν]] [[ἄλλοθεν]], από κανέναν άλλον [[τόπο]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μηδᾰμόθεν:''' επίρρ. του [[μηδαμός]], από [[πουθενά]], σε Ξεν.· [[μηδαμόθεν]] [[ἄλλοθεν]], από κανέναν άλλον [[τόπο]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηδαμόθεν:''' adv. ниоткуда: μ. [[ἄλλοθεν]] Plat. ниоткуда больше.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδᾰμόθεν Medium diacritics: μηδαμόθεν Low diacritics: μηδαμόθεν Capitals: ΜΗΔΑΜΟΘΕΝ
Transliteration A: mēdamóthen Transliteration B: mēdamothen Transliteration C: midamothen Beta Code: mhdamo/qen

English (LSJ)

Adv. of μηδαμός, from no place, X.Cyr. 8.7.14; μ. ἄλλοθεν from no other place, Pl.Phd.70e, GDIiv p.876 (Chios, iv B.C.), etc.; μηδεὶς μ., Lat. nullius filius, D.21.148.

German (Pape)

[Seite 169] von keiner Seite her; μηδ. ἄλλοθεν αὐτὸ γίγνεσθαι ἢ ἐκ τοῦ αὐτῷ ἐναντίου, Plat. Phaed. 70 e; Xen. Cyr. 8, 7, 14; Pol. 5, 2, 8.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'aucun endroit, d'aucune sorte.
Étymologie: μηδαμός, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

μηδαμόθεν: adv. ниоткуда: μ. ἄλλοθεν Plat. ниоткуда больше.

Greek (Liddell-Scott)

μηδᾰμόθεν: Ἐπίρρ. τοῦ μηδαμός, ἐκ μηδενὸς τόπου ἢ προσώπου, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14· μηδαμόθεν ἄλλοθεν, ἐκ μηδενὸς ἄλλου τόπου, Πλάτ. Φαίδων 70Ε, κτλ.· μηδεὶς μηδαμόθεν Δημ. 562. 24.

Greek Monolingual

μηδαμόθεν και μηθαμόθεν (Α)
επίρρ.
1. από κανένα πρόσωπο ή από κανέναν τόπο, από πουθενά
2. από ταπεινή, ευτελή καταγωγή («πονηρὸν καὶ βίαιον καὶ ὑβριστὴν λαβοῦσιν ἄνθρωποι καὶ μηδένα μηδαμόθεν», Δημ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. ουδαμό-θεν)].

Greek Monotonic

μηδᾰμόθεν: επίρρ. του μηδαμός, από πουθενά, σε Ξεν.· μηδαμόθεν ἄλλοθεν, από κανέναν άλλον τόπο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[adverb of μηδαμός
from no place, Xen.; μ. ἄλλοθεν from no other place, Plat.

English (Woodhouse)

from nowhere

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)