κοίμημα: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />action de coucher avec, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κοιμάω]].
|btext=ατος (τό) :<br />action de coucher avec, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κοιμάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοίμημα''': τό, ([[κοιμάω]]) ὡς καὶ νῦν, κοιμήματα αὐτογέννητα, [[συγκοίμησις]] μητρὸς μετὰ τοῦ τέκνου αὑτῆς, Σοφ. Ἀντ. 864.
|elnltext=κοίμημα -τος, τό [κοιμάω] de slaap; de bijslaap:. κοιμήματα αὐτογέννητα πατρί... ματρός het slapen van mijn moeder met mijn vader, door haarzelf voortgebracht Soph. Ant. 864.
}}
{{elru
|elrutext='''κοίμημα:''' ατος τό сожительство, брачная связь (πατρὶ δυσμόρου [[ματρός]] Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κοίμημα:''' τό ([[κοιμάω]]), ύπνος, <i>κοιμήματα αὐτογέννητα</i>, σαρκική [[συνεύρεση]] της μητέρας με το ίδιο της το [[παιδί]], σε Σοφ.
|lsmtext='''κοίμημα:''' τό ([[κοιμάω]]), ύπνος, <i>κοιμήματα αὐτογέννητα</i>, σαρκική [[συνεύρεση]] της μητέρας με το ίδιο της το [[παιδί]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοίμημα:''' ατος τό сожительство, брачная связь (πατρὶ δυσμόρου [[ματρός]] Soph.).
|lstext='''κοίμημα''': τό, ([[κοιμάω]]) ὡς καὶ νῦν, κοιμήματα αὐτογέννητα, [[συγκοίμησις]] μητρὸς μετὰ τοῦ τέκνου αὑτῆς, Σοφ. Ἀντ. 864.
}}
{{elnl
|elnltext=κοίμημα -τος, τό [κοιμάω] de slaap; de bijslaap:. κοιμήματα αὐτογέννητα πατρί... ματρός het slapen van mijn moeder met mijn vader, door haarzelf voortgebracht Soph. Ant. 864.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοίμημα]], ατος, τό, [[κοιμάω]]<br />[[sleep]], κοιμήματα αὐτογέννητα [[intercourse]] of the [[mother]] with her own [[child]], Soph.
|mdlsjtxt=[[κοίμημα]], ατος, τό, [[κοιμάω]]<br />[[sleep]], κοιμήματα αὐτογέννητα [[intercourse]] of the [[mother]] with her own [[child]], Soph.
}}
}}

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοίμημα Medium diacritics: κοίμημα Low diacritics: κοίμημα Capitals: ΚΟΙΜΗΜΑ
Transliteration A: koímēma Transliteration B: koimēma Transliteration C: koimima Beta Code: koi/mhma

English (LSJ)

ατος, τό, sleep, in plural, S.Ichn.268; κ. αὐτογέννητα intercourse of the mother with her own child, Id.Ant.864 (lyr.): sg., Erot.s.v. κωματώδεες.

German (Pape)

[Seite 1467] τό, Schlaf, VLL. Erkl. von κοῖτος u. κῶμα. – Der Beischlaf, κοιαήματά τ' αὐτογέννητ' ἐμῷ πατρὶ δυσμόρου μητρός, mit der Mutter, Soph. Ant. 856.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action de coucher avec, gén..
Étymologie: κοιμάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοίμημα -τος, τό [κοιμάω] de slaap; de bijslaap:. κοιμήματα αὐτογέννητα πατρί... ματρός het slapen van mijn moeder met mijn vader, door haarzelf voortgebracht Soph. Ant. 864.

Russian (Dvoretsky)

κοίμημα: ατος τό сожительство, брачная связь (πατρὶ δυσμόρου ματρός Soph.).

Greek Monolingual

κοίμημα, τὸ (Α) κοιμώμαι
1. το να κοιμάται κάποιος με άλλον, το πλάγιασμα
2. φρ. («κοιμήματά τ' αὐτογέννητα»
(για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η συγκοίμηση της μητέρας με το τέκνο της (Σοφ.).

Greek Monotonic

κοίμημα: τό (κοιμάω), ύπνος, κοιμήματα αὐτογέννητα, σαρκική συνεύρεση της μητέρας με το ίδιο της το παιδί, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κοίμημα: τό, (κοιμάω) ὡς καὶ νῦν, κοιμήματα αὐτογέννητα, συγκοίμησις μητρὸς μετὰ τοῦ τέκνου αὑτῆς, Σοφ. Ἀντ. 864.

Middle Liddell

κοίμημα, ατος, τό, κοιμάω
sleep, κοιμήματα αὐτογέννητα intercourse of the mother with her own child, Soph.